”Να ζεις τον ήλιο σου χλωρό…”
Κάποιοι λένε ότι η ποίηση είναι δύσκολο είδος, δεν κάνει για όλους τους αναγνώστες. Μπορεί και να έχουν δίκιο, αλλά είμαι της γνώμης ότι η ποίηση μιλά σε μια γλώσσα κοινή σε όλους, έναν κοινό -προ Βαβέλ-, κώδικα που απλά πρέπει να ξαναθυμηθούμε. Τα ποιήματα της Αντιόπης Αθανασιάδου πάντως, νομίζω ότι επιβεβαιώνουν τη θεωρία μου.
Ας υποθέσουμε ότι βαδίζετε, όπως κάθε μέρα, σε ένα αστικό τοπίο της σύγχρονης μητρόπολης: οι εικόνες που βλέπετε και όσα συνειρμικά σάς ανακαλούν στη μνήμη αλλά και οι δικές σας αναμνήσεις από πρόσωπα και στιγμές, μεταφράζονται αυτόματα σε μια γλώσσα εσωτερική – ξεχωριστή για τον καθένα. Αν αυτή τη γλώσσα, με την ιδιαίτερη χρήση των λέξεων και τις σουρεαλιστικές εικόνες από θραύσματα εσωτερικών και εξωτερικών ερεθισμάτων, κατορθώσει κάποιος να την αποδώσει γραπτά, τότε θα είναι πολύ κοντά στην ποίηση της Αντιόπης Αθανασιάδου, στην πρώτη της ατομική συλλογή που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη, έχοντας ήδη δύο συμμετοχές στα συλλογικά ποιητικά έργα της Ομάδας Από Ποίηση.
Είναι δύσκολο οπωσδήποτε να γράφεις για τη δουλειά ενός συντρόφου στο λογοτεχνικό πεδίο, αλλά από την άλλη η ενασχόληση με την κριτική επί αρκετά έτη, μπορεί νομίζω να διασφαλίσει όχι βέβαια την αντικειμενικότητα, γιατί θα επιμένω πάντα ότι δεν υπάρχει στην κριτική, αλλά την απαραίτητη απόσταση ώστε να δεις καθαρά και να αξιολογήσεις το λογοτεχνικό αποτέλεσμα. Κι όταν διάβασα τον Τέττιγα, με μια ανάσα σχεδόν, μου συνέβη αυτό που πάντα γίνεται μέσα μου όταν διαβάζω καλή ποίηση: ”μπολιάζομαι” κι αρχίζω κι εγώ να γράφω…
Οι εικόνες και οι λέξεις -σε πρώτο επίπεδο συχνά αταίριαστες, αλλά με εσωτερική συνοχή που την αντιλαμβάνεσαι άμεσα-, άλλοτε ωμές και βίαιες και άλλοτε με μια οξύτητα που όμως την απολαμβάνεις, συνθέτουν μια συμφωνία, ένα ενιαίο έργο. Αλλά ταυτόχρονα το κάθε ποίημα στέκεται μόνο του ξεχωριστά, άλλοτε σαν θραύσμα από κάτι αγαπημένο που έσπασε, άλλοτε σαν φυσικό δημιούργημα και άλλοτε σαν μια περίεργη φωτογραφία που κοιτάς ξανά και ξανά, όχι προσπαθώντας να καταλάβεις -δεν σε ενδιαφέρει καν-, αλλά μην μπορώντας να αποσπάσεις το βλέμμα από τη δύναμη της εικόνας.
Δύναμη είναι ίσως η λέξη που ταιριάζει περισσότερο από όλες στη γραφή της Αντιόπης Αθανασιάδου: δύναμη γραφής, δύναμη στη χρήση των λέξεων που μαζεύει και απλώνει σε διαφορετικούς σχηματισμούς σαν τραπουλόχαρτα στα χέρια μάντισσας, δύναμη συναισθήματος όχι λυρικού αλλά ζόρικου, που πρέπει να ειπωθεί κι ας πονέσει:’ ‘Άνοιξη στρίγκλα”. Και ρυθμός: υποβόσκων, δεν ξεφωνίζει τη μελωδία του, σε ξαφνιάζει όταν μαζί του συντονιστείς: ”Μέρα που ράβεσαι Κι όλο μακραίνεις”. Χωρισμένα τα ποιήματα σε τρεις ενότητες, η κάθε μία μια εποχή ποιητική και όλες μαζί ένας ποιητικός χρόνος, ριζωμένος όμως στον ανθρώπινο χρόνο της ποιήτριας αλλά και όσων βιώνουν κοινές, ανθρώπινες εμπειρίες: μια ”περιπλάνηση” που καταλήγει ”βορείως του μέλλοντος”.
Οι άνθρωποι γνωστοί και άγνωστοι, ζώντες, νεκροί ή φαντάσματα, τα ζώα, κυρίως τα έντομα, που κανείς δεν τα υπολογίζει αλλά η ποιήτρια τα κοιτά και τα ακούει προσεκτικά, υιοθετώντας την πολυπρισματική ματιά τους, τα αντικείμενα που ζωντανεύουν και συμμετέχουν στην καθημερινότητα όπως στα παραμύθια των παιδικών μας χρόνων, αλλά και τα ”πολύχρωμα κτήνη”, που χωρίς αυτά καθημερινότητα δεν υπάρχει και ας τα κρύβουμε στις ντουλάπες μας ή κάτω από τα κρεβάτια, όλα τα παραπάνω συνθέτουν το ποιητικό σύμπαν όπου ο τέττιγας ψιθυρίζει σταθερά, επίμονα, ακούραστα τις ιστορίες του. Και θα συνεχίζει ακόμα κι όταν δεν θα υπάρχουμε εμείς, ούτε κανείς άλλος να τον ακούει γιατί όπως λέει ο Tennyson στους στίχους που μας εισάγουν στον κόσμο του βιβλίου, αυτή είναι ”η ποίηση της γης”.