«Όταν αποκτήσαμε γνώση του Ερρινυού, η προσέγγισή μας υπήρξε παρόμοια. Ξαφνικά είχαμε ένα ποτάμι. Τουλάχιστον στη φαντασία μας. Μέχρι τότε δεν είχαμε συνείδηση ότι κατείχαμε αυτό το πράγμα, τη φαντασία. Έτσι οραματιζόμασταν τον Ερρινυό σαν έναν ρευστό δρόμο αποκλειστικά δικής μας χρήσης, υδάτινο αλλά θερμό, ένα φιλικό ρεύμα μέσα στη θάλασσα της ασυναρτησίας, που θα μας έβγαζε κάπου, δεν μπορεί. Αρκεί να φτάναμε εκεί πρώτες, εγκαίρως. Να εμποδίζαμε κατόπιν, για όσο ήταν δυνατόν, την ανεύρεση, δηλαδή την προσέλευση» (σελ. 87).
Τέσσερις έφηβες στη δεκαετία του ’80. Ακούν, στο μάθημα της Ιστορίας, την καθηγήτριά τους να λέει ότι «υπάρχουν ακόμη» ποτάμια στην Αθήνα και τη βλέπουν να αναπαριστά με χρωματιστές κιμωλίες στον πίνακα τη θέση τους και τη ροή τους αντιγράφοντας έναν χάρτη από ένα δερματόδετο βιβλίο. Τότε όλη η τάξη –ακόμη και η γαλαρία– ησυχάζει και κρέμεται από τα χείλη της. Φαντάζεται «υπόγειες όχθες με χλωμή πρασινάδα και λουλούδια που ανθίζουν χωρίς φωτοσύνθεση» (σελ. 29). Και μια Αθήνα που θα μοιάζει με τη Βενετία, την «πιο καταθλιπτικά ωραία πόλη του κόσμου». Όμως, και ενώ η νεαρή καθηγήτρια, η Ισμήνη Ναρδή, ονειρεύεται εικόνες αστικής ανάπλασης, η Ιωάννα, η Σοφία, η Κατερίνα και η Ραχήλ, οι γκόθες με τα μαύρα νύχια βαμμένα με μανόν που αγόραζαν εναλλάξ, αποφασίζουν ν’ ανακαλύψουν κιόλας τον ποταμό Ερρινυό στη «γειτονιά της κολάσεως» όπου μένουν με τις οικογένειές τους. Και τότε θα συμβεί το δυστύχημα που θα τις σημαδέψει.
Τελειώνοντας το σχολείο τα κορίτσια θα φύγουν από τα σπίτια τους, θα συγκατοικήσουν για λίγο και μετά θα χαθούν. Μια νεαρή κοινωνική ανθρωπολόγος που κάνει το διδακτορικό της πάνω στους αστικούς μύθους στη σύγχρονη Αθήνα θα τις ανακαλύψει. Μέσα από επιστολές και προφορικές αφηγήσεις η Δημητρακάκη θα ανασυστήσει την ιστορία, θα ενώσει τις διάφορες εκδοχές της .
Οι «Τέσσερις μαρτυρίες για την εκταφή του Ερρινυού ποταμού» είναι μια ιστορία για τη δεκαετία του ’80, την εφηβεία, όσα είναι κρυμμένα κάτω από την επιφάνεια και πριν ανακαλυφθούν. Αλλά και για τη θέση μας στον κόσμο, το «περιβάλλον» και τις προσπάθειές μας να το υπερβούμε, μια ιστορία εντέλει πολιτική, όπως και τα άλλα μυθιστορήματα της Δημητρακάκη που έχουμε διαβάσει.