Μετά τη Νύχτα των Κρυστάλλων ποιοι θα αποχωρήσουν με το τελευταίο τρένο για το Παρίσι;
Δεκαετία του ̓30 και Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Οι ναζί έχουν ανέβει στην εξουσία. Τα πρώτα μαύρα σύννεφα αχνοφαίνονται στον γερμανικό ουρανό, ενώ κάτι σταδιακά αλλάζει και ο κλοιός στενεύει. Φόβος φωλιάζει στις ψυχές των ανθρώπων, πείνα τους ταλαιπωρεί, ενώ οι συνθήκες διαβίωσης καθημερινά δυσκολεύουν. Εξαθλίωση παντού.
Σε μια περίοδο κατά την οποία όλα ακροβατούν στην κόψη του ξυραφιού, όλοι είναι μπερδεμένοι και κανείς δεν κατανοεί τι συμβαίνει γύρω του. Σε μια εποχή κατά την οποία ό,τι ήξεραν μέχρι τώρα οι άνθρωποι έχει τελειώσει, που ο πόλεμος αναμένεται να ξεσπάσει από μέρα σε μέρα, που τίποτα πια δεν είναι το ίδιο.
Εκείνα ακριβώς τα χρόνια οι Γερμανοεβραίοι καταδιώκονται από τις γερμανικές Αρχές και αναγκάζονται να μεταναστεύσουν λαθραία σε άλλες χώρες της Ευρώπης. Οι εμιγκρέδες αυτοί συχνά συλλαμβάνονται από τις τοπικές Αρχές και απελαύνονται. Σταδιακά όσοι δεν ανήκουν στην Αρία φυλή –Εβραίοι, μαύροι, ομοφυλόφιλοι, ακόμα και παιδιά μεικτών γάμων– ξεδιαλέγονται, συλλαμβάνονται και μετατρέπονται σε πειραματόζωα μέσω του ρατσιστικού προγράμματος εκκαθάρισης.
Εν μέσω μιας τέτοιας δύσκολης περιόδου, η δημοσιογράφος Ρόζυ Μπελ Μάνον, κατά το ήμισυ Εβραία, προερχόμενη από την Αμερική, μοιράζει τη ζωή της ως ξένη ανταποκρίτρια της εφημερίδας “New York Courier” μεταξύ Παρισιού και Βερολίνου –στο στόμα του λύκου–, και παρά το ότι κινδυνεύει διπλά λόγω καταγωγής, παραμένει σθεναρά στη θέση της, δεν καταθέτει ποτέ τα όπλα. Άραγε επειδή ποτέ δεν πήρε στα σοβαρά την εβραϊκή της καταγωγή;
Η δολοφονία μιας εβραίας Αμερικανίδας ηθοποιού το 1937 στο Παρίσι από έναν Γερμανό, όπως αποδείχτηκε αργότερα, η πολύκροτη δίκη του τελευταίου και η παραδειγματική τιμωρία του αποτελούν μια μικρογραφία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Μέσα στις μικρές ιστορίες των ανθρώπων καθρεφτίζεται η παγκόσμια Ιστορία. Η «δολοφονία του αιώνα» –προάγγελος του τι θα επακολουθήσει, ενός τρομακτικού μέλλοντος;– έτυχε τόσο τεράστιας απήχησης που έβαλε στην άκρη όλες τις παγκόσμιες ειδήσεις.
Το μυθιστόρημα «Τελευταίο τρένο για το Παρίσι» ξετυλίγεται μέσα από μια διαρκή εναλλαγή παρελθόντος-παρόντος. Η 87χρονη πια Ρόζυ λαμβάνει από την “Paris Courier” ένα ξεχασμένο μπαούλο που περιέχει όλες τις χειρόγραφες σημειώσεις και τα ημερολόγιά της από τη δημοσιογραφική της καριέρα στην Ευρώπη, από το 1933 έως και τη λήξη του πολέμου. Η Ρόζυ αρχίζει να διαβάζει και να θυμάται…
Με πρωτοπρόσωπη άμεση αφήγηση και ομαλή εναλλαγή από το τώρα στο χθες και πάλι πίσω, χρησιμοποιώντας τους κατάλληλους χρόνους ρημάτων, η συγγραφέας Michele Zackheim αφηγείται με ειλικρίνεια και με καθαρά δημοσιογραφικό ύφος τα συνταρακτικά γεγονότα του τότε κρατώντας τις απαραίτητες αποστάσεις και μη μετέχοντας συναισθηματικά ούτε στο ελάχιστο στα όσα συνταρακτικά και φρικιαστικά συμβαίνουν γύρω της. Ίσως αυτό θέλει να δείξει η ηρωίδα της με το να μη θεωρεί τον εαυτό της Εβραία ή, ακόμα κι όταν συνειδητοποιεί ότι δεν μπορεί να απαρνηθεί τις ρίζες της, με το να μη φοβάται καθόλου, ότι πάνω απ’ όλα είναι μια σκληρή δημοσιογράφος που μάχεται για την αντικειμενική παρουσίαση της αλήθειας ανεξαρτήτως συνθηκών και προσωπικών συναισθημάτων. Εξαίρεση αποτελεί η προσωπική της ιστορία, όταν ανησυχεί για την τύχη των αγαπημένων προσώπων που άφησε πίσω και δε σταματά στιγμή να τα αναζητά ή μιλάει για την «κακή» σχέση της με τη μητέρα της. Εκεί εισχωρεί το συναίσθημα, πώς θα γινόταν διαφορετικά;
Πρόκειται για μια τοιχογραφία της εποχής εκείνης μέσα από περιγραφές τοπίων, του Παρισιού και του Βερολίνου, που αποτυπώνει τη ζοφερή πραγματικότητα, παρουσιάζει την καθημερινότητα των κατοίκων και σκιαγραφεί την πολιτική κατάσταση του τότε.
Ειδική μνεία πρέπει να γίνει στην πολύ καλή μετάφραση της Μαρίας Φακίνου.