Κανένας δεν κατέχει τα μυστικά,

ούτε καν ο ίδιος ο φόβος.

Να δείτε πώς γυρίζει και κοιτάζει πίσω του

όταν περπατάει μόνος του τα βράδια.

(σελ. 14)

Ο Αργύρης Παλούκας γεννήθηκε στην Ερμιόνη της Αργολίδας το 1975. Σπούδασε Θεατρολογία στην Αθήνα, όπου ζει και εργάζεται από το 1994. Έχει εκδώσει τέσσερα βιβλία ποίησης (Το ξέφτι, Μανδραγόρας, 2007· Το αλάτι πίσω από τ’ αυτί, Κέδρος, 2009· Θέλω το σώμα μου πίσω, Μεταίχμιο, 2011· Άνθρωποι που γελάνε, Κριτική, 2018) και έχει επιμεληθεί την ανθολογία Αγάπη σαν ακολασία (Κριτική, 2016), η οποία περιλαμβάνει αποσπάσματα από το σύνολο του πεζογραφικού έργου του Γιώργου Χειμωνά. Το Τελευταίο σκοτάδι είναι η πέμπτη ποιητική συλλογή του. Κείμενά του για πρόσωπα και θέματα της λογοτεχνίας έχουν συμπεριληφθεί σε περιοδικά και συλλογικούς τόμους. Το 2012 τιμήθηκε, για το Θέλω το σώμα μου πίσω, με το Πρώτο Βραβείο Καλύτερου Νέου Ποιητή από το Συμπόσιο Ποίησης.

Εκκινώντας από το σκοτάδι για να μετέλθει στο φως ο Αργύρης Παλούκας παραδίδει μια ποιητική συλλογή, όπου κάθε ποίημα, επί το πλείστον, αποτελείται από λίγους στίχους, καταγράφοντας εικόνες, σκέψεις και συναισθήματα που ελλοχεύουν σε κάθε σπιθαμή της ζωής.

Έβαλα μυαλό πριν απ’ τον θάνατο,

δεν θέλω να πεθάνω. (σελ. 11)

Ανάσα. Ελπίδα. Ζωή. Το τελευταίο σκοτάδι διαλύεται για να κυριαρχήσει το φως.

… Τα λουλούδια της άνοιξης

φυτεύονται τον χειμώνα. (σελ. 20)

Άλλωστε, και ο Walt Whitman έλεγε ότι «αυτός που δεν βλέπει το σκοτάδι, δεν ψάχνει το φως». Δεν υφίσταται το ένα δίχως το άλλο. Όμως, το σκοτάδι υφίσταται ως έννοια ή απλώς είναι ένας χαρακτηρισμός για την απουσία του φωτός;

Οι στίχοι του Αργύρη Παλούκα είναι γεμάτοι συναίσθημα, βραχύσωμοι, κοφτοί, αποτυπώνοντας εννοιολογικά τη μετάβαση από το μαύρο στο λευκό. Σκηνές που διαπλάθονται υπό τη νοητική διεργασία του ποιητή. Κι εν συνεχεία η ζωτικότητα της  θέλησης και της αληθινής υπόστασης:

Ό,τι δεν είναι ας μην είναι.

Μόνο ό,τι θελήσει.

Αλλά να είναι. (σελ. 21)

Λυτρωτική ποίηση που, αντιμετωπίζοντας τον φόβο, απελευθερώνει από τα ενδόμυχα δεσμά.

Πριν από κάθε γκρεμό,

είναι ένα ξερό χορταράκι.

Καθώς κουνιέται απ’ τον αέρα

αρχίζει ένα τραγούδι που φτάνει ως απέναντι… (σελ.23)