Μιλώντας με τον παππού απ’ τον Πόντο

Έσκυψα με ευθύνη πάνω στις μνήμες σου

κι άφησα τη σκέψη μου να πλάσει λεύτερα.

Και τότε η ιστορία γέλασε μαζί μου.

Γιατί ό,τι κι αν γεννούσε η σκέψη μου,

είχε ήδη συμβεί.

Γιατί στη γη του Πόντου εκείνα τα χρόνια,

η αλήθεια ξεπέρασε τον μύθο.

Κι οι λέξεις που γράφτηκαν για σένα

φιλότιμα γεννήματα του νου,

μοιάζουν κι αυτές φτωχές απέναντί της.

(εισαγωγικό σημείωμα)

Ο Ευστράτιος Βιληγέννης ξεκίνησε τη συγγραφική του δραστηριότητα με την ιστορική-κοινωνική έρευνα και το βιβλίο: «Ένα χωριό, μια ομάδα, μια Κοινωνία» (2015). Ζει στην Έδεσσα, είναι παντρεμένος και έχει τρία παιδιά. Γεννήθηκε το 1967 στη Γερμανία. Σπούδασε στα Τ.Ε.Φ.Α.Α Θεσσαλονίκης και συνέχισε τις σπουδές του στη Νομική Κομοτηνής και στο Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων και Οργανισμού του ΕΑΠ.

Το «Τελευταίο γράμμα απ’ τον Πόντο», ιστορικό μυθιστόρημα, βασισμένο σε ιστορικά γεγονότα, είναι αφιερωμένο στη μνήμη του παππού του συγγραφέα, Νικόλα Γιαννουλίδη, πρωταγωνιστή του βιβλίου, όπου στο εξώφυλλο υπάρχει και η φωτογραφία του από το 1923.

Ο πρωταγωνιστής της ιστορίας είναι ο παππούς Νικόλας, 84 ετών, αγρότης από τον Πόντο που όμως είχε στην κατοχή του βιβλία στη γαλλική και ρωσική γλώσσα, και μπορούσε να μιλάει και να γράφει με επιστημοσύνη. Ο εγγονός επισκέπτεται τον παππού του με αφορμή ένα μυστήριο γράμμα από τον Πόντο που έχει ως παραλήπτη τον παππού Νικόλα. Πριν από την ανάγνωση του γράμματος ο αφηγητής παππούς Νικόλας Γιαννουλίδης θα διηγηθεί στα εγγόνια του τα γεγονότα απ’ την αρχή.

Γεννήθηκε στο χωριό Χάσκιοϊ της Αργυρούπολης του Πόντου, στο οποίο ζούσαν 12 οικογένειες, σε ένα δασώδες βουνό. Η οικογένεια του  Πάνου Γιαννουλίδη και της Αγάπης, με τα παιδιά τους, Νικόλα, Χριστίνα, Μαγδαληνή, Σταύρο, Σάββα, Χρήστο και Ανέστη, είχαν εγκατασταθεί εκεί φεύγοντας από τον δυτικό Πόντο για να γλυτώσουν από τις διώξεις των Τούρκων. Το 1915 τα νέα από την Ανατολή δεν ήταν καλά, πολλοί Πόντιοι στρατεύθηκαν χωρίς να θέλουν και οδηγήθηκαν στα Αμελέ Ταμπουρού, που ελέγχονταν από τους Νεότουρκους. Οι διώξεις των Αρμενίων και των Ρωμιών ήταν ήδη μια πραγματικότητα. Ο Νικόλας είχε ξεχωρίσει από τα άλλα παιδιά και φαινόταν ότι μπορούσε να ακολουθήσει τα γράμματα. Τον Μάρτιο του 1918 στην Άτρα οι Τσέτες  λεηλατούν και σκοτώνουν. Ο φόβος έχει εξαπλωθεί παντού. Η οικογένεια του Γιαννουλίδη εγκαταλείπει το σπίτι της και τη γη της κινούμενη προς το Νοβοροσίσκ. Ωστόσο, στην πορεία οι ήρωες εμπλέκονται σε νέες περιπέτειες που θα επηρεάσουν τη μελλοντική τους πορεία καθοριστικά. Στο Νοβοροσίσκ, παραθαλάσσια πόλη της νότιας Ρωσίας –ένας από τους προορισμούς των προσφύγων του Πόντου– καταφεύγει η οικογένεια του Νικόλα Γιαννουλίδη. Οι πρόσφυγες από το Χάσκιοϊ βρέθηκαν στην αγκαλιά των Ελλήνων της πόλης του Νοβοροσίσκ. Από εκεί θα βρεθούν αργότερα στο Μακρονήσι όπου έπρεπε να παραμείνουν σε καραντίνα τριών μηνών πριν προσεγγίσουν τον Πειραιά. Θα είναι άραγε ο Πειραιάς ο τελικός τους προορισμός; Το τελευταίο γράμμα από τον Πόντο πώς συνδέεται με την ιστορία;

Το ιστορικό πλαίσιο του μυθιστορήματος αφορά στους διωγμούς των Ελλήνων του Πόντου και των Αρμενίων από τους Τούρκους κατά τον 20ό αιώνα που ως στόχο είχαν την εκρίζωση και τον αφανισμό των  πληθυσμών αυτών. Ο συγγραφέας επιτυγχάνει να αποδώσει με έναν γλαφυρό τρόπο και μια περίτεχνη πλοκή όλα όσα βίωσαν οι ήρωές του, ταυτόχρονα όμως, αποδίδει με ρεαλιστικό τρόπο –το μυθιστόρημα είναι βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα– την πραγματικότητα που βίωναν οι απλοί άνθρωποι ασχέτως εθνικότητας, Ρωμιοί, Τούρκοι και Αρμένιοι. Οι σχέσεις μεταξύ των απλών ανθρώπων της περιοχής του Πόντου δεν εδραιώνονταν με βάση την εθνικότητα. Αυτό γίνεται φανερό από την αλληλοβοήθεια μεταξύ των απλών πολιτών στις δύσκολες στιγμές που υπήρξε ιστορική και αληθής. Υπάρχει μια σφαιρική απεικόνιση των ιστοριών, με έκδηλα τα ανθρώπινα συναισθήματα που αν είχαν υπερισχύσει θα είχε αποφευχθεί μία ακόμη ανθρώπινη τραγωδία. Η αφήγηση ξεκινά με πρωτοπρόσωπη αφήγηση και συνεχίζεται με τριτοπρόσωπη όταν ξεκινά η διήγηση των γεγονότων από την αρχή. Οι αναγνώστες κατά τη διάρκεια της αφήγησης και ιδιαίτερα στο τέλος της ιστορίας συνειδητοποιούν ότι τέτοιου είδους ανθρώπινες τραγωδίες πλήττουν στο μέγιστο κυρίως τους απλούς πολίτες, οι οποίοι όπως έχει πολλές φορές αποδειχθεί τυχαίνει να συνδέονται φιλικά μεταξύ τους ασχέτως εθνικότητας. Το τέλος της ιστορίας μας αφήνει με μια έντονη αίσθηση ότι η ειρήνη υπάρχει μεταξύ των ανθρώπων,  αλλά αφαιρείται βίαια λόγω συμφερόντων των ανωτέρων στην εξουσία.