«είναι μόνο η θάλασσα που γράφει με αλάτι» (σελ. 13).

Αναστοχαστικές, ανατροφοδοτικές, βαθυστόχαστες και βαθυπλόκαμες γνωμοδοτήσεις επί του Αχανούς.

«Ο καθένας και το μουσείο του» (σελ. 15).

Γνωμικά λυσιτελούς πυκνότητος, ασυλλήπτου επιματώματος αρχαίας πληγής, που δεν λέει να κλείσει. Σαν του Προμηθέα τις εκδορές που έφταναν μέχρι το μεδούλι των κοκάλων του.

«ο χορός της μελάνης στο σεντόνι της γραφής» (σελ. 21).

Μουσικές σαν σημαίες ανυψωμένες ανύπαρκτων πριγκιπάτων σε ακήρυχτο πόλεμο αναμεταξύ τους.

«Όλα τα δέχεται το σώμα / και δεν μπορεί να κάνει αλλιώς / μόνο η ψυχή ερωτά / κι ο νους επαναστατεί / αλλά οι αλυσίδες των αισθήσεων / κανονίζουν την πορεία.» (σελ. 37).

Ιοδόχοι κάλπες, εκκρεμείς μεταξύ δύο στιγμών που δεν έχουμε ζήσει γιατί δεν έχουν επισυμβεί ακόμη.

«Ο κότσυφας του μυαλού τραγουδά / οι θόρυβοι του δρόμου τον σκεπάζουν / το χελιδόνι της ψυχής πετά […] Ο Φλεβάρης φλεγματικός / δίχως φλέβα ποιητική / χωρίς σπίθα δημιουργική» (σελ. 51).

Το μέτρο και η έγνοια για τον ρυθμό, εσωτερικό κι εμπράγματο, είναι πλέον ή έκδηλος εδώ, όπου το επιχείρημα αποδεικνύεται και το αξίωμα συντελείται.

«Νύχτες ατελείωτες της καραντίνας […] έλεος έχει η πράξη, ανελέητη η απραξία / του δυνητικού θύματα / αγάλματα της Σαρακοστής» (σελ. 65).

Ολοκληρούται μία μακρά πορεία εντρυφήσεως εις τα ιδανικά πεδία των αναποδείκτων γνώσεων. Αυταπόδεικτος όμως είναι η δημιουργός χαρμολύπη της αδηρίτου ανάγκης αποδόσεως λογικής στο Ά-λογον και εναρμονίσεως του αήχου με τον κτύπο της καρδιάς, με τον βηματισμό του μυαλού, με την τροχιά του κορμιού που επιχειρεί να ξεφύγει από το βόλι, το προορισμένο για το φτερό.

«Στις βουνοπλαγιές του Ευριπίδη / στης νύχτας το πανόραμα / ο εκ μηχανής θεός / από την κορυφή κατεβαίνει / και τελειώνει την τραγωδία στο σκότος της σκηνής» (σελ. 83).

Δεκαέξι ποιητικές συλλογές σε πέντε χρόνια, δεν είναι αμελητέα συγκομιδή. Κατά τι περισσότερο κι από τρεις ανά έτος. Ακόμα και οι ευωδιαστές λεμονιές είναι (το πολύ) δίφορες. Όμως ο καλός μας Καθηγητής βρίσκει τη δύναμη να συνεχίσει να ανθίζει γιατί είναι δωροποιός, ευεργέτης, της προσφοράς κι ουχί της απολαβής. Δεν επαναπαύεται στις δάφνες του. Συμπλέει με το ίδιο καράβι στα τρικυμιώδη ύδατα της περιρρέουσας ατμόσφαιρας και καταπλέει νικητής, δαφνοστεφανωμένος στην οροσειρά του Παρνασσού, πάνω από τους Δελφούς, εκεί που φαίνεται πως θα προσαράξει οσονούπω η Κιβωτός του σύγχρονου πολιτισμικού μας Τιτανικού.

«Στο ναό της νύχτας ο αυγερινός / δίνει τις τελευταίες μάχες / βαθαίνει το σκότος ακόμα μια φορά / πριν ανοίξει χαραμάδα το χάραμα / και θα του πάρει το σκήπτρο από φως» (σελ. 121).

Ο ανθρωποκεντρικός Πολιτισμός που ξέραμε καταρρέει και το Άγνωστο μάς τρομάσσει. Μόνον όμως οι γενναίες ποιητικές ψυχές δεν λογαριάζουν τους κραδασμούς, δεν τρέχουν να κρυφτούν, αλλά συνεχίζουν να πολεμούν γενναία στις επάλξεις ενός κόσμου που έχει μάθει να μεταμορφώνεται στον πανάρχαιο αγώνα του να μην χαθεί, να μην καεί με τα λοιπά φρύγανα στο συμπαντικό μαγκάλι του Γαλαξία.

«Τάισε το παιδί σου για να σε αντέξει» (σελ. 173).

Η σοφία στη συμπεπυκνωμένη απλότητα.

«Οι ΕΣΠΕΡΙΔΕΣ του Εσπερινού / είναι στην πλευρά της ματαιότητας […] κόκκινο θα είναι το τέλος του κόσμου […] ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΙΣΤΟΡΙΕΣ που δεν τελειώνουν / υπάρχουν ιστορίες που δεν αρχίσανε καν / υπάρχουν ιστορίες που μείνανε στη μέση / σκορπίστηκαν οι ακροατές, πέθανε η υπόθεση» (σελ. 221).

Γενναίος ως Έλλην ο Αυστριακός Βάλτερ Πούχνερ συνεχίζει να μάχεται με έναν τρόπο που δεν (τους) επιτρέπεται πλέον να αγνοήσουν.

Ίδωμεν. Ακούει κανείς εκεί έξω; Πολιτεία δεν είναι μόνον για την οδοποιία και για τις ηλεκτροφωτίσεις. Εδώ υπάρχουν πνευματικοί φωστήρες ισάξιοι των αρχαίων. Ας μην έχουν, θερμοπαρακαλώ, την τύχη εκείνων των Γιγάντων να διδάσκονται και να δοξολογούνται μετά…

«Η αλήθεια μόνο στην έρημο / ανθεί / η απόλυτη ομορφιά» (σελ. 27).