Το πρώτο διήγημα της συλλογής «Τελευταία προειδοποίηση» του πρωτοεμφανιζόμενου Παναγιώτη Κεχαγιά (Αθήνα, 1978) μάς εισάγει σε έναν λαβύρινθο: τον πιο πραγματικό απ’ όλους όσοι θα ακολουθήσουν. Ο αφηγητής, και κατά πάσα πιθανότητα κριτής των ικανοτήτων του επίδοξου ταυρομάντη, εξηγεί στον υποψήφιο τους κανόνες του παιχνιδιού. Ο λαβύρινθος γίνεται η πόλη, ένα πρώην ψαροχώρι που έχει αλλάξει φυσιογνωμία («Πώς να επιτύχετε στην άσκηση της ταυρομαντείας»).
Το «Κάτι αναλλοίωτο» και το ομώνυμο διήγημα της συλλογής, «Τελευταία προειδοποίηση», έχουν σημείο αναφοράς έναν τόπο –και στα δύο είναι απροσδιόριστος. Στο πρώτο, ο χάρτης που έφτιαξαν οι τοπογράφοι που επισκέφθηκαν το χωριό πριν από κάμποσα χρόνια γίνεται κάτι σαν ιερό κειμήλιο∙ στο δεύτερο, το φρούριο και οι «ακανόνιστοι σχηματισμοί» των ανοιγμάτων του οδηγούν στη διατύπωση διαφορετικών επιστημονικών θεωριών, καλλιτεχνικών και άλλων εκδοχών.
Στην «Έλευση της ευτυχίας», το μακροσκελέστερο της συλλογής, ο ιατροδικαστής Τσερένκοφ βρίσκει στο στομάχι ενός νεκρού ένα χαρτάκι με τον αριθμό ενός τηλεφώνου. Κάποια παρόρμηση τον ωθεί να μην το πετάξει, όπως σχεδίαζε αρχικά. Στις επανειλημμένες κλήσεις του, μια γυναικεία φωνή απαντά στον αυτόματο τηλεφωνητή. Ο Τσερένκοφ βρίσκει σε αυτή τη φωνή μια χαραμάδα φωτός στην περίκλειστη ζωή του και την αναζητά, σχεδόν εμμονικά. Και, ω του θαύματος, κάποια μέρα το ακουστικό σηκώνει η ίδια η γυναίκα: «Στο φόντο ακούγονται γέλια παιδιών που απομακρύνονται σε μια ανοιχτή, απέραντη παραλία, κάτω από τον ήλιο που σπάει σε κομμάτια πάνω στα αδιάκοπα κύματα της θάλασσας. Η φωνή της είναι μια γραμμή εναρμονισμένη με την αληθινή ανατολή και τη δύση, οι αναπνοές του ιατροδικαστή συγχρονίζονται με τις δικές της, με τις ρυθμικές κινήσεις των πλευρών και των πνευμόνων της. Τα χέρια του ανοιγοκλείνουν όπως τα δικά της, η καρδιά του πατάει πάνω στους χτύπους της δικής της και έτσι τα σώματά τους γίνονται ένα, με το ένα μισό να ποθεί το άλλο, χωρισμένα από την απόσταση μιας τηλεφωνικής γραμμής. Η σκέψη του ανιχνεύει το σήμα της δικής της και το ακολουθεί, ταυτίζεται ολοκληρωτικά, ο Τσερένκοφ επιτέλους ευθυγραμμίζεται με τις κατευθυντήριες γραμμές της. Για μια στιγμή παραμένει εκεί, μετέωρος και άπειρος, μεταξύ ενός εαυτού που έχει πια χαθεί και ενός εαυτού που δεν πρόκειται ποτέ να υπάρξει» (σελ.62).
Στον «Κύριο Γκλας» ο αναγνώστης παρακολουθεί διαφορετικές εκδοχές της ιστορίας του Χιου Γκλας, ναυτικού, πειρατή, κυνηγού, που οι σύντροφοί του τον εγκατέλειψαν βαριά τραυματισμένο έπειτα από μάχη με μια αρκούδα. Όσοι έχουν δει την ταινία “The Revenant – Η Επιστροφή” θα αναγνωρίσουν την πηγή της έμπνευσης του διηγηματογράφου. Θα χρειάζονταν, ίσως, πολλές σελίδες, έντυπες ή ηλεκτρονικές, για ν’ αναλυθεί η περιπλάνηση του τραυματισμένου, μοναχικού Γκλας σε μια νέα Αμερική, όπως την αποκαλεί, αλλά και στον λαβύρινθο του εσωτερικού του κόσμου ή της ψυχής του, όπως καταμαρτυρεί η εκδοχή με τον Χιου και την Νταϊάνα ως εφήβους που καταδύονται σε ένα δαιδαλώδες υπόγειο, για να αναζητήσουν το κιβώτιο της (νεκρής) συζύγου. Ο αφηγητής παρεμβαίνει για να κρατήσει επιτόπου σημειώσεις για την ιστορία του Γκλας, η οποία διαθέτει και την απλή εκδοχή της: τη συμφιλίωση, θα λέγαμε, του κυνηγού με το θήραμα, όπου ο ένας αναγνωρίζει στον άλλο τον εαυτό του.
Τα διηγήματα του Παναγιώτη Κεχαγιά είναι περίτεχνα, θελκτικά, διαθέτουν κρυμμένα ή φανερά μηνύματα. Άλλα πιο ερμητικά (ίσως και λόγω της μικρής έκτασής τους), άλλα ευκολότερα προσβάσιμα, ανοίγονται σε διάφορα πεδία, πέρα από το προφανές ή το αναμενόμενο, χαρίζοντάς μας αναγνωστική απόλαυση.