Λαβύρινθος χωρίς τέλος

Ο ψυχρός τρόμος των λέξεων: η πρώτη σκηνή της «Τελευταίας Εξόδου» έχει την ισχύ ενός επιταχυνόμενου παλμού σε ένα σώμα που ετοιμάζεται να παραδοθεί στο αυτοκτονικό τέλος του. Ο Τεντ Μακέι, ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου, ένας άνθρωπος που φαινομενικά έχει τακτοποιήσει τη ζωή του σε βαθμό που θα μπορούσε κανείς να τον θεωρήσει ευτυχισμένο, ετοιμάζεται να «χαμογελάσει» στο μέγα σκότος και να τερματίσει, οικεία βουλήσει, τη ζωή του. Λίγο πριν «μιλήσει» η κάννη του όπλου που έχει στρέψει κατά πάνω του, ένα έντονο κουδούνισμα τον αποσυντονίζει. Μα, ποιος μπορεί να τον καλεί τη στιγμή που ετοιμάζεται να τελέσει την ύστατη στροφή της ζωής του;

Τίποτα δεν φαίνεται όπως είναι. Καθίσταται προφανές πως κάτι τρέχει με το μυαλό του Μακέι και η πρόδηλα εύτακτη οικογένειά του, μόνο τέτοια δεν μπορεί να χαρακτηριστεί. Φαίνεται, όμως, πως γι’ αυτές τις τραυματισμένες ψυχές πάντα θα υπάρχει ένας θεράπων. Μόνο που, στην περίπτωση του Αξάτ, αυτός έχει ενδυθεί με όλα τα σκοτεινά χρώματα.

Ο άνθρωπος που επιμόνως χτυπάει το κουδούνι του δεν είναι ένας τυχαίος περαστικός. Ανήκει σε μια σκιώδη οργάνωση που προτείνει ένα διαφορετικό «τέλος» σε αυτούς που έχουν αποφασίσει να βάλουν τελεία στη βιωτή τους. Η πρόταση που κάνουν στον Μακέι ακούγεται λογικοφανής και δελεαστική μέσα στη νοσηρότητά της: ακολουθώντας ένα συμμετρικό τελετουργικό θανάτων, αντί να αυτοκτονήσει, μπορεί να αναλάβει τη δουλειά κάποιος άλλος για τον Μακέι, και ως ανταπόδοση, αυτός, προηγουμένως, θα πρέπει να σκοτώσει δύο άλλους ανθρώπους. Μάλιστα, ο ένας εξ αυτών είναι ένας φαύλος δολοφόνος που διαφεύγει της Δικαιοσύνης. Το τερπνό και το ωφέλιμο (sic) με το τράβηγμα της σκανδάλης. Ο Μακέι δέχεται την πρόταση και αναλαμβάνει δράση. Μόνο που η παραπλάνηση τον περιμένει στη γωνία και έχοντας σκοτώσει τον πρώτο που του υπέδειξαν (ω, πόσο χαρούμενος ήταν για την ευστοχία του), αντιλαμβάνεται πως δεν του είχαν δώσει όλα τα στοιχεία της υπόθεσης. Αίφνης, βρίσκεται μπλεγμένος σε έναν λαβύρινθο από τον οποίο δεν μπορεί να διαφύγει. Η μακάβρια αλυσίδα θανάτων είναι η φυλακή του. Ή, μήπως, η κύρια φυλακή είναι το μυαλό του;

Ο Αξάτ δεν αφήνει τίποτα όρθιο. Η πλοκή στο μυθιστόρημά του έχει την πλαστικότητα εμβόλου. Ποτέ δεν ξέρεις τι ήχο θα κάνει όταν το πατάς. Αυτό σημαίνει: ετοιμαστείτε για πολλές αλλαγές πλεύσης και για γυρίσματα που μετατρέπουν, όντως, το βιβλίο σε μια λαβυρινθώδη κατασκευή ή σε μια καλοστημένη παρτίδα σκάκι. Μπορεί ο Αξάτ να δηλώνει θαυμαστής του Στίβεν Κινγκ και της Πατρίσια Χάισμιθ, αλλά ως Αργεντινός ξέρει πολύ καλά πως τους καλύτερους νοητικούς λαβυρίνθους τους έχει φτιάξει ο συμπατριώτης του, Χόρχε Λουίς Μπόρχες.

Η αλήθεια και η ψευδαίσθηση κονταροχτυπιούνται στο βιβλίο, ενώ  μια αόρατη γραμμή εξαπάτησης διατρέχει την πλοκή. Είναι σχεδόν αναπόδραστο ο αναγνώστης να περιπέσει στην ίδια παραισθητική παραίτηση από την οποία έχει καταληφθεί ο Μακέι. Διόλου τυχαίο ότι καταλήγει στο ψυχιατρικό ντιβάνι. Τοτεμικά στοιχεία (ένα οπόσουμ, ένα πέταλο) εμφανίζονται να προσφέρουν ασφάλεια στον Μακέι, ενώ το σκάκι έχει παίξει ρόλο στη ζωή του.

Τώρα, παίζει και στο μυθιστόρημα.

Παρά τις όποιες αστοχίες, απότοκες των απανωτών ανατροπών που στήνει, ο Αξάτ αποδεικνύεται υπνωτιστικός συγγραφέας. Υπογράφει ένα ψυχολογικό θρίλερ που οδηγεί σε συνεχείς εντάσεις και προκλήσεις, τις οποίες ο αναγνώστης καλείται να αποκωδικοποιήσει. Μόνο που όταν το κάνει, αίφνης, βρίσκεται σε μια νέα κατάσταση που ανατρέπει την προηγούμενη. Με αποτέλεσμα η «Τελευταία Εξοδος» να μοιάζει με κινούμενη άμμο. Η μετάφραση ανήκει στην Αγγελική Βασιλάκου.