«Για περισσότερα από χίλια χρόνια η Κωνσταντινούπολη ήταν η πρωτεύουσα της χριστιανοσύνης, η πλουσιότερη μητρόπολη της Ευρώπης και η πολυπληθέστερη πόλη δυτικά της κινέζικης Τσανγκάν, όπου κατέληγε ο Δρόμος του Μεταξιού. Για τη βαρβαρική Δύση η Κωνσταντινούπολη αποτελούσε έναν σχεδόν μυθικό φάρο υψηλότερου πολιτισμού, το θησαυροφυλάκιο για ό,τι είχε διασωθεί από την κλασική αρχαιότητα. Στα έπη τους οι Βίκινγκς την ονόμαζαν απλώς Μίκλεγκαρθ, που σημαίνει Μεγάλη Πόλη. Το βέβαιο είναι πως δεν υπήρχε όμοιά της» (σελ. 44-45).

Ο William Hamilton-Dalrymple (Ουίλιαμ Νταλρίμπλ) γεννήθηκε στη Σκωτία το 1965 και είναι ιστορικός, συγγραφέας, δοκιμιογράφος, ιστορικός τέχνης, έφορος μουσείου, βραβευμένος εκφωνητής, παρουσιαστής και κριτικός. Και τα οκτώ βιβλία του έχουν τιμηθεί με πολλά βραβεία, όπως τα Duff Cooper Memorial Prize, Thomas Cook Travel Book Award, Sunday Times Young British Writer of the Year Award, Hemingway, Kapuściński και Wolfson Prize, ενώ έχουν μεταφραστεί σε παραπάνω από 40 γλώσσες. Κατάγεται από οικογένεια Βρετανών αριστοκρατών και είναι εξάδελφος της Virginia Woolf. Σπούδασε Ιστορία στο Ampleforth College και στο Trinity College του Cambridge. Από το 1989 ζει τον περισσότερο καιρό σε μία φάρμα σε προάστιο του Νέου Δελχί της Ινδίας με την καλλιτέχνιδα σύζυγο του Ολίβια Φρέιζερ (με μακροχρόνιες συνδέσεις και επιρροές από την Ινδία) και τα τρία παιδιά τους, ενώ περνάει τα καλοκαίρια στο Λονδίνο και στο Εδιμβούργο. Είναι ειδικός στην ιστορία και τις τέχνες της Ινδίας, του Πακιστάν, του Αφγανιστάν, της Μέσης Ανατολής, του μουσουλμανικού κόσμου, του Ινδουισμού, του Βουδισμού, του Τζαϊνισμού (αρχαίας ινδικής θρησκείας) και του πρώιμου ανατολικού χριστιανισμού. Στα σημαντικότερα έργα του συγκαταλέγονται: το μπεστ σέλερ που αποθεώθηκε από τους κριτικούς το 1989, “Στα βήματα του Μάρκο Πόλο (In Xanadu)”, “City of Djinns: A Year in Delhi(1994), «Ταξίδι στη σκιά του Βυζαντίου» (1997), “The Age of Kali (1998), “White Mughals (2002),  “Begums, Thugs & White Mughals: The Journals of Fanny Parkes (2002), “The Last Mughal, The Fall of a Dynasty, Delhi 1857” (2006), “Nine Lives: In Search of the Sacred in Modern India(2009), το οποίο κυκλοφορεί στα ελληνικά με τίτλο «Εννιά ζωές, εννιά ιστορίες» (2010), “Return of a King: The Battle for Afghanistan(2012), “The Writer’s Eye(2016), “Koh-i-Noor: The History of the World’s Most Infamous Diamond(2017) και το πιο πρόσφατο “The Anarchy: The Relentless Rise of the East India Company (2019). Διατελεί μέλος της Βασιλικής Λογοτεχνικής Εταιρείας, της Βασιλικής Γεωγραφικής Εταιρείας, της Βασιλικής Ασιατικής Εταιρείας και της Βασιλικής Αστρονομικής Εταιρείας. Έχει ιδρύσει και διευθύνει το Λογοτεχνικό Φεστιβάλ της Τζαϊπούρ στην Ινδία, ενώ αρθρογραφεί σε εφημερίδες και περιοδικά όπως τα “New Yorker”, “Guardian”, “TLSκαι “New York Review of Booksκαι είναι ο ανταποκριτής του “New Statesmanστην Ινδία.

 Την Άνοιξη του 578 μ.Χ. από τη μεγάλη μονή του Αγίου Θεοδοσίου στην έρημο της Ιουδαίας ξεκίνησαν το μακρύ οδοιπορικό τους στον ανατολικό βυζαντινό κόσμο ο Ιωάννης Μόσχος και ο μαθητής του, ο Σωφρόνιος ο Σοφιστής, ο οποίος αργότερα θα χριστεί πατριάρχης Ιεροσολύμων. Αυτοί οι πρόσφυγες και ταξιδιώτες, οι περιπλανώμενοι μοναχοί, θα καταγράψουν τις εμπειρίες τους στο «Λειμωνάριο», ένα βιβλίο, το οποίο είναι μία συλλογή αξιομνημόνευτων αποφθεγμάτων, πατερικών διδαχών, ιερών αφηγήσεων και ανεκδοτολογικών ιστοριών που διακατέχονται από ένα ισχυρό πνευματικό μήνυμα. Παράλληλα είναι ένας συναρπαστικός ταξιδιωτικός οδηγός με τις μαρτυρίες αυτών των περιηγητών και εν κατακλείδι ένα αριστούργημα της βυζαντινής ταξιδιωτικής λογοτεχνίας. Οι μοναχοί διέσχισαν την έρημο, έφθασαν στο κοσμοπολίτικο λιμάνι της Αλεξάνδρειας και από εκεί κατευθύνθηκαν στην Κωνσταντινούπολη λίγο πριν από τη χαραυγή του Ισλάμ. Στο σωζόμενο πορτραίτο του Βυζαντίου της ανατολικής Μεσογείου, στο «Λειμωνάριο», θα συμπεριλάβουν επίσης, ιστορίες ταπεινών ανθρώπων και θρησκοληψίες με μια λεπτή αίσθηση του χιούμορ αλλά και μία αξιολάτρευτη ελαφρότητα στην υφολογία του.

Ο συγγραφέας παρασυρμένος από το «Λειμωνάριο», πραγματοποιεί το 1994, αυτοπροσώπως, μία περιήγηση ακολουθώντας την πορεία των μοναχών για έξι μήνες με αφετηρία τη Μονή Ιβήρων στο Άγιο Όρος. Στη συνέχεια ταξιδεύει στην Κωνσταντινούπολη και από εκεί στην Άγκυρα, την Αντιόχεια, την Ούρφα και το Ντιάρμπακιρ. Το απαιτητικό οδοιπορικό με όλα τα αντίξοα μέσα συνεχίζεται στο Χαλέπι της Συρίας και από εκεί στη Βηρυτό και το Μπσαρί του Λιβάνου. Στα χνάρια των βυζαντινών μοναχών ο συγγραφέας μεταβαίνει στη Δυτική Όχθη της Παλαιστίνης (κατεχόμενη από το Ισραήλ), στην Ιερουσαλήμ και στη Ναζαρέτ. Το χρονικό του συγγραφέα ολοκληρώνεται στην Αίγυπτο, όπου επισκέπτεται την Αλεξάνδρεια, τη μονή του Αγίου Αντωνίου, το Κάιρο, το Ασιούτ (βυζαντινά: Λυκόπολη) και την όαση της Χάργκα.

Το βιβλίο χωρίζεται σε έξι μέρη, στις αντίστοιχες έξι χώρες που περιηγήθηκε ο  συγγραφέας σε έξι μήνες (καλοκαίρι και φθινόπωρο) και δύο ακόμη επισκέψεις, στο Ισραήλ και στην Αίγυπτο που πραγματοποιήθηκαν νωρίτερα την ίδια χρονιά. Στον ταξιδιωτικό αυτό οδηγό, αν μπορούμε να προσδώσουμε και αυτόν τον ορισμό μεταξύ άλλων στο βιβλίο, περιλαμβάνεται ο κατατοπιστικός χάρτης με τα τοπωνύμια και τα σημαντικότερα μέρη που επισκέφτηκε ο συγγραφέας, ακολουθώντας χονδρικά την πορεία του Μόσχου μιάμιση χιλιετηρίδα πριν. Το έργο ολοκληρώνεται με τις ευχαριστίες του δημιουργού και τη βιβλιογραφία με τις γενικές πηγές και τις ελληνικές εκδόσεις, με τις οποίες ο εμβριθής αναγνώστης μπορεί να εμπλουτίσει τις γνώσεις του στον βυζαντινό χριστιανισμό των ανατολικών εσχατιών της αυτοκρατορίας. Ο συγγραφέας σε συνέντευξή του στηLifo” σημειώνει ότι κατά την περίοδο του ταξιδιού του, όπου κι αν πήγαινε, πάντοτε και παντού συνέβαινε κάποιο απρόοπτο και ορισμένες απίστευτες συγκυρίες που σχετίζονταν με τον χριστιανισμό. Επίσης, μας εκμυστηρεύεται ότι η πλειοψηφία των αναγνωστών των έργων του θεωρούν το εν λόγω βιβλίο ως το καλύτερό του, ενώ ο ίδιος μέσα από τις αποσπασματικές αναγνώσεις του σε διάφορες παρουσιάσεις θεωρεί ότι τα βιβλία έχουν τις δικές τους ζωές, σαν τα παιδιά που μεγαλώνουν (από το οπίσθιο αυτί του βιβλίου). Ο αναγνώστης διαμέσου της θρησκευτικής περιήγησης του συγγραφέα και με οδηγό το «Λειμωνάριο» του Μόσχου, έρχεται σε επαφή με τα τελευταία απομεινάρια της βυζαντινής Ανατολής, τις βυζαντινές τοιχογραφίες και ψηφιδωτά και τις θαυμαστές κοπτικές ορθόδοξες μονές. Σημαντικός αρωγός στην ελληνική απόδοση του έργου που χρειάστηκε τέσσερα χρόνια για τη συγγραφή του είναι και η μετάφραση του Αντώνη Καλοκύρη.