Η ταξιδιωτική λογοτεχνία στην εποχή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης     

Αντικινηματογραφική και αντιτουριστική: έτσι χαρακτηρίζει ο Νίκος Μπακουνάκης τη ματιά του στη Νέα Υόρκη, στο «Ταξίδι στη Νέα Υόρκη», όπου καταγράφει στιγμές από την παραμονή του εκεί την άνοιξη του 2017. Και πράγματι, η αφήγησή του δεν έχει τίποτα από ταξιδιωτικό οδηγό, παραπέμπει όμως συχνά σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης (social media). Όχι τόσο επειδή ο συγγραφέας σε διάφορα σημεία του κειμένου σχολιάζει πως φωτογράφισε κάποιο κτίριο για μια ανάρτησή του στο Facebook, όσο γιατί ο ίδιος ο τρόπος της γραφής του έχει κάτι από την αποσπασματικότητα και την ελλειπτικότητα των αναρτήσεων στα κοινωνικά δίκτυα – τα κεφάλαια του βιβλίου του είναι στιγμιότυπα μιας καθημερινότητας, ημερολογιακές καταγραφές, καρέ ενός ντοκιμαντέρ.

Ο Μπακουνάκης μας συστήνει πρόσωπα που συναντά οπουδήποτε στη Νέα Υόρκη, σε μπαρ ή στην όπερα, με σύντομα πορτρέτα που φέρνουν στο μυαλό το μπλογκ (και μετέπειτα σελίδα στο Facebook) “Humans of New York”: έναν Πορτορικάνο επενδυτή που έρχεται στην Ελλάδα για καταδύσεις και έχει διαβλέψει τις ευκαιρίες στην αγορά ακινήτων στο κέντρο της Αθήνας, μια ηθοποιό που δίνει ιδιωτικές παραστάσεις του (ίσως, τού) one woman show που η ίδια συνέγραψε για τη ζωή της Έμα Γκόλντμαν, έναν Ρωσοεβραίο τσαγκάρη που έχει κρατήσει το μαγαζί του 25 ολόκληρα χρόνια στο πάντα μεταβαλλόμενο Βίλατζ κι ωστόσο ακούει τις αμερικάνικες ειδήσεις στα ρώσικα γιατί οι υπάλληλοι του, Ρωσοεβραίοι κι αυτοί, δε μιλούν αγγλικά.

Όμως η καρδιά της αφήγησής του, το στοιχείο που λειτουργεί κατά κάποιο τρόπο ως συνεκτικός ιστός που ενώνει ορισμένα επιμέρους στιγμιότυπα, είναι η δημοσιογραφία: η Νέα Υόρκη ως η μητρόπολη του Τύπου. Εκεί όπου διαγράφεται το μέλλον των μέσων ενημέρωσης: η στροφή προς τα ειδικά έντυπα, προς τη συνδρομητική κυκλοφορία των εφημερίδων. Εκεί όπου γράφτηκαν ιστορικά ρεπορτάζ, όπως αυτό για τα άσυλα στο νησί Ρούζβελτ (παλαιότερα Μπλάκγουελ) στα τέλη του 19ου αιώνα, συμβάλλοντας στην αλλαγή της νομοθεσίας για τον εγκλεισμό. Εκεί όπου εργάστηκαν ιστορικές μορφές της δημοσιογραφίας των ΗΠΑ, όπως ο Τζίμυ Μπρέσλιν. «Σε καμιά άλλη πόλη του κόσμου δεν νιώθεις τόσο έντονα τη δημοσιογραφική κουλτούρα» σημειώνει ο συγγραφέας (σελ. 40), κι αυτό φαίνεται να ισχύει από την εποχή που ο Στίβεν Κρέιν έγραφε τον στίχο “A newspaper is a collection of half-injustices” (1899, λίγα χρόνια μετά τα άρθρα του ως πολεμικός ανταποκριτής στον ελληνο-τουρκικό πόλεμο του 1897 για το New York Journal του Χιρστ), έως την εποχή του προέδρου Τράμπ, την εποχή της «μετα-αλήθειας» (post-truth) και των «εναλλακτικών γεγονότων» (alternative facts), όταν οι «παλιές-νέες λέξεις» (όπως τις χαρακτηρίζει ο Μπακουνάκης) truth και fact βρίσκονται στις αφίσες των New York Times και στα στόματα όλων.

Κι ακόμα, η Νέα Υόρκη ως η μητρόπολη της τέχνης: τα μικρά μουσεία της, οι καλλιτέχνες, η Μπιενάλε Σύγχρονης Αμερικανικής Τέχνης, τα πάρκα γλυπτικής. Και οι δοκιμιογράφοι, οι λογοτέχνες: στο αγαπημένο του βιβλιοπωλείο στη Δυτική 10η οδό ο συγγραφέας θα βρει το βιβλίο του Άλφρεντ Κάζιν που ψάχνει και θα υπογραμμίσει τη φράση, που τόσο ταιριάζει στη Νέα Υόρκη: «ο σκοπός της λογοτεχνίας ήταν πάντα να μας συμφιλιώσει με τη ζωή, δείχνοντάς μας ότι η ζωή δεν περιορίζεται στα πραγματικά δεδομένα της ύπαρξης».