Η αφήγηση, όπως και η ποίηση, έχει τη δυνατότητα ενίοτε να είναι και χρησμική. Και κάποιοι ποιητές και αφηγητές φαίνεται τούτο να το γνωρίζουν. Τους το γνωστοποιεί η ίδια η ζωή τους, αλλόκοτη, μυθιστορηματική και συχνά δύσκολη, δύστροπη. Το «διαισθάνονται» από την ίδια τους την ιστορία και τη γραφή. Διατηρώντας πάντα ωστόσο εκείνο-το-βασικό-που-σε-κρατά-κοντά-στην-πηγή. Κι ας χάνεις. Ας είσαι παντελώς πια χαμένος. Ας φαίνεται στην αρχή πως είσαι «καμένο χαρτί».
«Σύντομα τα έχασε όλα∙ όλα, εκτός από το σημαντικότερο: την ξεχωριστή ψυχή του που πετούσε ψηλά». Έτσι «χαμένοι» ξεκινούν στη νουβέλα του Ρωσοπολωνού Aλεξάντρ Γκριν όλοι: ο Λόνγκρεν ο ναύτης ο οποίος επιστρέφοντας δεν βρίσκει πια να τον περιμένει στο κατώφλι η αγαπημένη του Μαίρη και η μικρή κόρη του Ασσόλ. Στην άλλη άκρη του ορίζοντα ένας μικρός Γκρέυ, θα βρίσκει τα πάντα σε έναν πίνακα απ’ όπου έρχεται κατ’ επάνω του ένα ιστιοφόρο με ολάνοιχτα τα πανιά. Αλλά το μέλλον αργεί.
«Πες μου, γιατί δεν μας αγαπάνε;» «Αχ, Ασσόλ, μήπως ξέρουν ν’ αγαπούν; Πρέπει να ξέρεις ν’ αγαπάς, κι αυτοί δεν μπορούν να το κάνουν». Μια ιστορία που, με τρόπο απλό, μας μιλά, τελικά, για την αγάπη. Τη ζουν ήδη: ο Λόνγκρεν που φτιάχνει παιχνίδια-καράβια για να ζήσει την Ασσόλ, της οποίας «η πραγματικότητα είχε μπλεχτεί με το υπερφυσικό». Γι’ αυτό και θα βρεθεί αντιμέτωπη με όλη τη λογική και τη δυσπιστία του κόσμου. Αφορμή, η προφητεία του περιηγητή Eγκλ. Ποιητής και μάγος, γνωστός συλλογέας τραγουδιών, μύθων, παραδόσεων και παραμυθιών, ο Eγκλ, θα διαβλέψει για την Ασσόλ ένα αλλόκοτα θαυμαστό μέλλον: ένα καράβι με το οποίο θα ‘ρθει για να την πάρει κάποτε ο πρίγκιπάς της και θα ‘χει, σαν το παιχνίδι που πήρε η όχθη μόλις αυτή τη στιγμή, πανιά πορφυρά. Απ’ αυτήν ακριβώς τη στιγμή θ’ αρχίσει για τη μικρή Ασσόλ και «η ασύνειδη προσμονή μιας θαυμάσιας ευλογημένης μοίρας». Ο πατέρας της θα συνηγορήσει στο παραμύθι του Eγκλ. Ένας ζητιάνος θα το διαδώσει μετά στο χωριό, με αποτέλεσμα η Ασσόλ να γίνει για όλους και μέχρι να μεγαλώσει «η σαλπαρισμένη Ασσόλ». Μέχρι να το επαληθεύσει επτά χρόνια μετά κάποιος καπετάνιος που υπήρξε αρχικά ο μικρός Γκρέυ.
Παιδί με δική του έντονη εσωτερική ζωή, αναλαμβάνει κατ’ αρχάς να επαληθεύσει την προσωπική, οικογενειακή τους προφητεία. Για ένα κρασί εξαιρετικό που περιμένει κάποτε έναν Γκρέυ να το πιει στον παράδεισο. Θα σαλπάρει, λοιπόν, αναζητώντας αυτό-που-θα-γίνει-για-κείνον-ο-παράδεισος.
Την Ασσόλ θα τη συναντήσει σαν την κοιμωμένη βασιλοπούλα ακριβώς να κοιμάται, όχι τα επτά χρόνια της προφητείας αλλά εκείνο το πρωινό. Στην ίδια όχθη που κάποιο άλλο μακρινό πρωινό είχε χάσει για λίγο το καραβάκι–με-τα-πορφυρά-πανιά, το παιχνίδι της. Στο μεταξύ θα έχει γίνει ένα πλάσμα ξεχωριστό. Θα έχει μάθει ν’ ακούει τα πουλιά, τα φυτά και τη σιωπή. Και να περιμένει. Μέχρι αυτή τη στιγμή που η προφητεία ή η αφηγηματική μαγεία θα πραγματοποιηθεί. Η Συνάντηση, εξάλλου, όπως και η αγάπη, είναι μεταμορφωτική.
Μια ιστορία που είναι αναλόγως με τον αναγνώστη: αλληγορία, παραμύθι, ρομαντική, οντολογική, θεολογική, θαλασσινή, μαγική και μαγευτική. Ένα αλλόκοτο, φαινομενικά απλό κείμενο 150 σελίδων που συνεχίζεται και πίσω και κάτω από τις γραμμές, υπάρχει πριν και μετά την αφήγηση. Καθόλου τυχαίες οι «παρεξηγήσεις» ανάγνωσης που έχουν συμβεί: ταινίες και κριτικές που την κάνουν να–γίνεται-ο-άλλος.
Ο συγγραφέας της, άλλωστε, έχει φροντίσει να την επαληθεύσει με τη δική του ζωή: αντιξοότητες, διακυμάνσεις, φυγές, φυλακές, και φυσικά ταξίδια πολλά με καράβι. Επαληθεύοντας την άρρητη προφητεία να–διαβαστεί- όπως–του-αξίζει, αφού πια πεθάνει. Όμως, όσο ζούσε αξιώθηκε το πιο ουσιαστικό: να συλλάβει μιαν άλλη πραγματικότητα και να στήσει τη δική του «Γκρινλάντια», να φτιάξει έναν κόσμο που είναι τόσο αληθινός όσο η αγάπη και η αναγνώριση, να στήσει μιαν όντως Συνάντηση. «Τα πορφυρά πανιά» έχουν τη δυνατότητα της επαλήθευσης, σε κάθε παράγραφο, κάθε στιγμή. Κάθε κύμα, κάθε παιχνίδι και κάθε πουλί διασώζουν κάτι από το άδηλο κι άρρητο της αιώνιας αφήγησης.
Ένα αριστούργημα που παραμένει ανοιχτό σε κάθε ερμηνεία, μπορεί να σ’ αλλάξει και να σε κυνηγά για καιρό, να σου υπενθυμίζει του καθενός μας την «ασύνειδη προσμονή μιας θαυμάσιας ευλογημένης μοίρας» που μπορεί να είναι τόσο απλά και «μια πλούσια συνείδηση του κόσμου». Στην Γκρινλάντια, εξάλλου, οι άνθρωποι πετούν και βαδίζουν επάνω στο νερό, στο μυθιστορηματικό σύμπαν του Γκρην οι ήρωες βιώνουν εμπειρικά και καθημερινά, και επειδή το πιστεύουν, το θαύμα.
Η εξαιρετική έκδοση συνοδεύεται και με ένα επίμετρο που αποτελεί σπουδαίο αναγνωστικό οδηγό. Μας υπογραμμίζει, δηλαδή, το ότι η αφήγηση είναι σε επτά κεφάλαια, επτά χρόνια μέχρι την επαλήθευση της προφητείας, αποτελώντας την επαλήθευση αυτής καθ’ αυτής της αφήγησης.