Στα βήματα του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου ο ρομαντικός Αλέξανδρος Αηδώνης εικονογραφεί χωρίς να αγιοποιεί την πριγκίπισσα Ειρήνη ως προστάτιδα των καλλιτεχνών, των λογοτεχνών και των πνευματικών ανθρώπων εν γένει, φόρος τιμής στις αξίες εποχών που χάθηκαν ανεπιστρεπτί στον θολό καθρέφτη του Χρόνου, που είναι μεν παραμορφωτικός, αλλά και αντιρρόπως. Η εκδημοτικοποιημένη καθαρεύουσα σε συνδυασμό με την επιλογή του πολυτονικού με βαρείες δίνει μια άλλη νοσταλγική χροιά που βαθαίνει την προοπτική του εν λόγω έργου κι εμπλουτίζει τα πολλαπλά επίπεδα των επιστρώσεών του. Πεποικιλμένη ιδιόλεκτος, ύφος υψηλόν, νεοκλασικόν τρόπον τινά, αφήνει στον αναγνώστη τα περιθώρια να συμπληρώσει με τη φαντασία του τα ποιητικά tableaux vivants χωρίς να περιορίζεται από τη λατρεία του ποιητή προς το «αντικείμενό» του. Πιο κοντά στη ζωγραφική παρά στην ποίηση, πλησιέστερα στην πρόζα παρά στη γλυπτική, αυτό το εγχείρημα δεν καθαίρει και δεν καθαιρεί είδωλα, δεν στήνει προτομές, απλώς περιπατεί σε γνωστά στον γράφοντα αισθητικά μονοπάτια. Ακόμα κι η επιλογή του εξωφύλλου (από τον ίδιον τον Αλέξανδρο Αηδώνη ή από τον εκδότη Γιώργο Χρονά) παραπέμπει στη δεκαετία του 1960 με τους πίνακες που κοσμούσαν τότε τα αστικά σαλόνια. Πρόκειται για «έργο ζωγραφικής (μεταξύ 1789 και 1800) του Charles Meynier (-1832), λάδι σε μουσαμά, ‘Ερατώ, Μούσα της Λυρικής Ποίησης’, Μουσείο Τέχνης του Κλίβελαντ». Η θεία γυμνότητα δεν έχει τίποτα το ρεαλιστικό και το πρόστυχο, ανωθρώσκει προς αιθέρια ύψη, με την αθωότητα να βασιλεύει αναμφισβήτητα. Παρακάμπτοντας τεχνηέντως το πολιτειακό ζήτημα της βασιλείας και κάθε παράπλευρη πολιτική συνιστώσα, αδιαφορώντας για την επίσημη Ιστορία κι εικονογραφώντας το φαντασιακό πεδίο μιας βαθιάς φιλίας, αδιαπέραστης από χρονορριπές [ας μου συχωρεθεί ο νεολογισμός], ο ποιητής Αλέξανδρος Αηδώνης πράττει ό,τι οφείλουν απαξάπαντες οι καλλιτέχνες: ωραιοποιεί κι αισθητικοποιεί το παρόν και το παρελθόν για να του προσδώσει το μεγαλείο εκείνο που οφείλουν να έχουν όχι μόνον οι εστεμμένοι αλλά όλοι εκείνοι που κρατούν τις τύχες των (πολλών) ανθρώπων στα χέρια τους. Εδώ ταιριάζει απόλυτα το ποίημα του Μεγάλου Αλεξανδρινού Κωστή Πέτρου Φωτιάδη Καβάφη «Από υαλί χρωματιστό».

Αξιέπαινη προσπάθεια του τεταρτοεμφανιζόμενου στα Ελληνικά Γράμματα Αλέξανδρου Αηδώνη (είχαν ήδη κυκλοφορήσει τρία βιβλία του από τις πάντα εν εγρηγόρσει Εκδόσεις Οδός Πανός). Το διακύβευμα είναι εκ προοιμίου επισφαλές, όμως η εμμονή σε αξίες όπως η φιλία και τα ανθρωπιστικά ιδεώδη, ο κοινωνικός ρόλος της τέχνης, η εκπολιτιστική δράση της δημοσιευμένης ποίησης εξαγνίζουν τον επιχειρούντα κι απογειώνουν εν τέλει το ανάγνωσμα, εφ’ όσον ο συνδημιουργικός αναγνώστης θέλει να δει πίσω από την επιφάνεια της σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας και να ανακαλύψει άλλες πτυχές, άγνωστες στην Κοινή Γνώμη.

Έχω διαβάσει και τα «Απομνημονεύματα» της τέως βασιλίσσης και βασιλομήτορος –αναπαυμένης πλέον– Φρειδερίκης κι ανακάλυψα έκθαμβος πόσος ψυχικός πλούτος κι έγνοια για τον πλησίον μπορεί να υπάρχει κάτω από το βερνίκι των επίσημων προσωπογραφιών.

Η απλότητα θα μας σώσει από την καθημερινότητα, η Αλήθεια από την προκατάληψη, η δροσιά των αισθημάτων από τις προκατασκευασμένες ιδέες, η αγνότητα από τον βόρβορο των πάσης φύσεως δοσοληψιών. Η πριγκίπισσα Ειρήνη επέλεξε τον αθόρυβο δρόμο του διαλογισμού, της απομάκρυνσης από τα κοινά, της αθόρυβης φιλανθρωπικής και κοινωφελούς δράσεως. Αυτή ακριβώς η ανθρώπινη πλευρά της είναι που εμπνέει έναν ποιητή κι όλους όσους είχαν την τύχη να τη γνωρίσουν από κοντά και να τη συναναστραφούν. Είναι αυστηρά χορτοφάγος και διαφορετική από όλους τους άλλους δίπλα της. Σαν άγγελος που φυλακίστηκε σε κεχριμπάρι και φέρει μέχρι τέλους αν όχι τον ρόλο που της ανατέθηκε, τουλάχιστον το όνομα και τον τίτλο της. Σαν μοίρα, σαν αποδοχή, σαν ανάληψη (από το ρήμα «αναλαμβάνω»). Εκτιμώ ιδιαίτερα τους διαφορετικούς ανθρώπους, εκείνους που γίνονται τα «αλλόχρωμα πρόβατα» της οικογένειάς τους, θαυμάζω τους «περιθωριακούς», εκείνους που δεν βουτάνε στα συνήθη έλη με την αναμενομένη σπουδή. Λατρεύω τις προσωπικότητες που εμπνέουν ποιητές. Κάτι διαφορετικό θα έχουν, υψιπετές, από τους κοινούς θνητούς, αφού η μόνη αριστοκρατία που δεν γίνεται ποτέ «πρώην» και «τέως» είναι η αδιαφιλονίκητη αριστοκρατία της Τέχνης, της Φιλοσοφίας, των Γραμμάτων και της Επιστήμης. Όλα τα άλλα σποδός και κουρνιαχτός στον ανεμοστρόβιλο της Ιστορίας.

«Τα ποιήματα της πριγκίπισσας Ειρήνης» είναι σπονδή νοσταλγίας στον βωμό περασμένων εποχών, με άλλες αξίες κι άλλα τρόπαια. Ως ταπεινό ανάθημα θεωρώ κι αυτό το καλαίσθητο βιβλίο. Στη μνήμη όσων δεν θα επανέλθουν ποτέ στον παραμορφωτικό καθρέφτη τού κόσμου. Μήπως αυτή άραγε δεν είναι μία από τις βασικές λειτουργίες της Τέχνης; Η ωραιοποιητική, η αποθαυμαστική, η «υψηλή», που μας παρασέρνει ως αετός να δούμε την «πραγματικότητα» από άλλα χωροχρονικά συμφραζόμενα. Ακριβώς αυτό το έκ-τοπο κι ευ-τοπικό του όλου εγχειρήματος καθιστά απολύτως συμπαθές το αποτέλεσμα, που εγγράφεται ευπειθώς στο Εικονοστάσιον Επωνύμων «Αγίων» [για να παραφράσουμε τον «ποιητή της Ρωμιοσύνης» Γιάννη Ρίτσο].

Ένα βιβλίο για τους συλλέκτες «εξαιρετικών αισθημάτων».