«Θα ΄ρθει μια μέρα όπου κι οι πέτρες ακόμα θα ξεσηκωθούν για τη μεγαλύτερη αδικία που έγινε στους ανθρώπους ετούτης της χώρας…»

Ζαν Σενάκ,

Γράμμα ενός νέου Αλγερινού ποιητή σ’ όλους τους αδελφούς του (σελ. 7)

Η συγγραφέας Καουτέρ Αντιμί (Kaouther Adimi) γεννήθηκε το 1986 στο Αλγέρι. Από τα τέσσερά της χρόνια μέχρι τα οκτώ έζησε στην Γκρενόμπλ της Γαλλίας, όπου κι ανακάλυψε την απόλαυση της ανάγνωσης πηγαίνοντας με τον πατέρα της κάθε εβδομάδα στη δημόσια βιβλιοθήκη. Το 1994 επέστρεψε στην Αλγερία, που βρισκόταν σε πολιτική αναταραχή με τη δράση τρομοκρατικών ομάδων. Έχοντας ελάχιστες ευκαιρίες για ανάγνωση βιβλίων, άρχισε να γράφει τις δικές της ιστορίες. Ενώ σπούδαζε στο Πανεπιστήμιο του Αλγερίου, έλαβε μέρος σε έναν λογοτεχνικό διαγωνισμό που διοργάνωνε το Γαλλικό Ινστιτούτο και στον οποίο διακρίθηκε. Στη συνέχεια προσκλήθηκε στη γαλλική πόλη Μυρέ, κατόπιν στην Τουλούζη και τέλος στο Παρίσι, όπου μετανάστευσε, διαμένει και εργάζεται από το 2009. Σπούδασε σύγχρονη λογοτεχνία και διαχείριση ανθρώπινου δυναμικού. Για το εν λόγω βιβλίο, τιμήθηκε με τα βραβεία Renaudot των μαθητών λυκείου 2017, Prix de Style και Beur FM Méditerranée. Έχει δημοσιεύσει δύο ακόμη μυθιστορήματα: L Έnvers des autres (Βραβείο Prix de Vocation) και Des pierres dans ma poche, καθώς και διηγήματα.

Αλγέρι, 2017. Για να χαθείς, κι έτσι να μπορέσεις να δεις όλη την πόλη, θα πρέπει να είσαι μόνος. Καθώς θα περιπλανιέσαι, θα φτάσεις στην οδό Χαμανί, την πρώην οδό Σαρράς. Στον αριθμό 2Β, θα διαβάσεις την επιγραφή μιας βιτρίνας: Ένας άνθρωπος που διαβάζει αξίζει για δύο. Εκεί βρίσκεται η μικρή ιστορία του εκδότη και συγγραφέα Εντμόν Σαρλό (Edmond Charlot, 1915-2004), του πρώτου εκδότη του νομπελίστα Αλμπέρ Καμύ, που το 1936, στα είκοσι ένα του χρόνια, άνοιξε τη δανειστική βιβλιοθήκη «Τα Αληθινά Πλούτη». Από τη δεκαετία του 1990 το κράτος πήρε το βιβλιοπωλείο από την κυρία Σαρλό, τη νύφη του παλιού ιδιοκτήτη (σύζυγο του αδελφού του, Πιερ) και το μετέτρεψε σε ένα απλό παράρτημα της Εθνικής Βιβλιοθήκης του Αλγερίου. Εκεί θα γνωρίσουμε τον λιγομίλητο, πανύψηλο ηλικιωμένο κι αφοσιωμένο υπάλληλο της δανειστικής βιβλιοθήκης Αμπνταλλά. Δίπλα από το τέσσερα επί επτά μέτρα βιβλιοπωλείο με το μικρό παταράκι, βρίσκεται μια πιτσαρία όπου εργάζεται ο Μουσσά. Ο Αμπνταλλά χάνει τον κόσμο κάτω απ’ τα πόδια του, όταν πληροφορείται ότι ένας βιομήχανος αγόρασε «Τα Αληθινά Πλούτη» και θα δώσει το μαγαζάκι στον ανιψιό του, που θα το κάνει λουκουματζίδικο. Γι’ αυτή τη δουλειά καταφτάνει από το Παρίσι ο εικοσάχρονος Ρυάντ, ο οποίος έχει αναλάβει να ξεφορτωθεί πάνω από 1.500 βιβλία, ποιήματα, επιστημονικά έργα κι αντικείμενα της βιβλιοθήκης και να ξαναβάψει το μαγαζί. Ωστόσο, οι κάτοικοι του Αλγερίου, επειδή αγαπούν το βιβλιοπωλείο, αντιδρούν στην απόφαση του βιομήχανου και συνεννοούμενοι, ενημερώνουν τον Ρυάντ ότι λόγω μεγάλης έλλειψης δεν υπάρχει πουθενά μπογιά προς πώληση. Στη συνέχεια, η ιστορία μας ταξιδεύει πίσω, στην Αλγερία του 1930 έως το 1954, στο Παρίσι του 1961, και στο ημερολόγιο του Σαρλό, στη Γερμανία του 1940 και στο Σετίφ του 1945.

Το βιβλίο διαιρείται σε επτά κεφάλαια, το ημερολόγιο του Εντμόν Σαρλό, τις χωροχρονικές αφηγηματικές εναλλαγές στον εικοστό αιώνα, τις πηγές, τη βιβλιογραφία, τα άρθρα, τις ταινιοθήκες, τα αρχεία, τις ευχαριστίες της συγγραφέως και τις κατατοπιστικές σημειώσεις της μετάφρασης. Το έργο πραγματεύεται την έννοια της απώλειας: από τη μία πλευρά, ο βομβαρδισμός του βιβλιοπωλείου κατά τη διάρκεια του πολέμου της Αλγερίας το 1961 κι από την άλλη, η τελική εκκαθάριση της δανειστικής βιβλιοθήκης από τον Ρυάντ. Επίσης, μπορεί να διαβαστεί υπό το πρίσμα του αργού ξεφτίσματος του οράματος του Σαρλό. Ωστόσο, η συγγραφέας, συμπερασματικά, ενημερώνει τον αναγνώστη ότι το βιβλιοπωλείο υπάρχει και τον προτρέπει να το επισκεφτεί, να εισέλθει σε αυτό το μέρος όπου τόσες πολλές ιστορίες είχαν εκεί την αφετηρία τους. Κυρίως, όμως, ενώ είναι δύσκολο να γεφυρωθεί το χάσμα ανάμεσα στην αποικιακή και τη σύγχρονη Αλγερία, εντούτοις, αυτό το παλιό βιβλιοπωλείο μπορεί να χρησιμεύσει ως ένα φανταστικό σημείο συνάντησης για ένα αναζωογονημένο μεσογειακό όραμα, το οποίο αντιπροσωπεύει ένα νέο ξεκίνημα στις σχέσεις των δύο κόσμων που συμβιώνουν στη χώρα.