Οι ποιητές αποκαλύπτονται αυτομάτως, σε μια στιγμή μέσα, χωρίς πολλές κόνξες και τζιριτζάντζουλες, έτσι όπως στρίβεις στη γωνία ενός δρόμου και δεν ξέρεις αν έχεις πέσει μέσα σε πηγάδι βαθύ, ή μέσα σε δυο μάτια κάποιας ύπαρξης χαμένης στη σκοτεινιά της Γης, κάτω από τον ηλιόλουστο ουρανό, που άλλους τυφλώνει κι άλλους σκιάζει. Εξ ου και το «σκιάζομαι» ως συνώνυμο του «φοβάμαι» [που δεν είναι ίδιο με το «φοβούμαι»]…
Οι ποιητές αποκαλύπτονται με μια ματιά, ακόμα και μέσα από την πλέον «άτυχη» σελίδα τους, στην πιο κακή στιγμή τους είναι παρ’ όλα αυτά οραματιστές ενός κόσμου άλλου, ερωτικού, οργιαστικά ασυμπίεστου και συγκινησιακώς ακαταμάχητου.
Διαλέγω από αυτή τη συλλογή αυτό το ποίημα για να σας παραθέσω:
Προορισμός άγνωστος
Ζωγράφισε το σπίτι, χρόνια πριν
Μαντάλωσε το σύρτη, μα έξω ή μέσα να κρυφτείς;
Απ’ όλους τους δρόμους που κάποιος άντρας μπορεί να πάρει,
πώς ο δικός μου πάντα σ’ εσένα οδηγεί… στο σπίτι που
ζωγράφισες
… σ’ αυτό που αποτυπώσαμε μαζί
Προορισμός άγνωστος… άγνωστος προορισμός (σελ. 57).
Όμως επειδή είναι η πρώτη τυπωμένη ποιητική συλλογή του Γιάννη Τσαμαντάκη, καλόν είναι να ανιχνεύσουμε τις προθέσεις του στην αφιέρωση, σε ποιο μότο καταφεύγει. Τι θέλει να μας πει ο ποιητής; «Όλοι όσοι περιπλανιούνται δεν έχουν απαραίτητα χαθεί» J. R. R. TOLKIEN …αλλά όσοι δεν περιπλανιούνται, χαμένοι ήδη είναι και Στο πλάσμα Γ. που μου χάραξε το Ζ και με έμαθε να ζω, με ευγνωμοσύνη…
Σοφόν το σαφές. Κι αν μου πείτε ότι καταλάβατε κάτι συγκεκριμένο, ότι ο ποιητής πρόδωσε τις πηγές και τις απαρχές του, θα σας …εξετάσω.
Όμως ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Διαβάζουμε το εμπρόσθιο «αυτί» του βιβλίου: «Ο Γιάννης Τσαμαντάκης γεννημένος το 1976, γράφει ποίηση και στίχους εδώ και είκοσι χρόνια. “Τα Πέρα Πλάσματα” είναι η πρώτη του ποιητική συλλογή. Λάτρης του σκληρού ήχου, ραδιοφωνικός παραγωγός και αθλητής χειροσφαίρισης (χάντμπολ)». Αυτό το τελευταίο είναι που με τσάκισε τελείως. Μου καταρράκωσε το ηθικό! Ποιος είναι εκείνος ο ανεκδιήγητος πολιτικός που είχε πει κάποτε ότι «οι ποιητές είναι λαπάδες»; Ιδού μία εξαίρεση, που επιβεβαιώνει τον κανόνα [;].
Ας πάμε όμως και στο περιεχόμενο, αν και στην ποίηση «οία η μορφή οία κι η ψυχή».
Ο Χείμαρρος
Ασύνδετος
Ψηφιδωτό σε χρώμα γκρι
Ανήμπορος
Κενό σε άκρα και ψυχή
Αλάθητος
Εγώ και ο Πάπας μοναχοί
Κι ο χείμαρρος;
Σαν θα πνιγώ θα ᾽ρθεις κι εσύ (σελ. 8).
Εδώ βλέπετε την ευπρόσδεκτη ειρωνεία και τον ακατάδεχτο αυτοσαρκασμό να γίνονται ευπροσήγορη ψυχής παραμυθία, τι κι αν τα πόδια μας δεν μας πηγαίνουν πια, τι κι αν έχει πέσει «κενό σε άκρα και ψυχή», εμείς όσο μπορούμε να γελάμε και να γράφουμε Ποίηση, υψηλή και χαμερπή [ταυτοχρόνως], εμείς δεν θα γίνουμε «βροτοί», αναλώσιμοι, βορά του Χάροντα του κουρσευτή.
Μια αντίσταση στον Θάνατο είναι θαρρώ η ποιητική γραφή. Ανάγκη απομνημόνευσης του Έρωτα, αφού δεν ξέρουμε κάθε φορά αν και πότε θα μας ξανασυμβεί. Αυτή η αγωνία μπροστά στο Άγνωστο συνδέει συνεκδοχικώς τον Έρωτα, τον Θάνατο, τον Χρόνο, την Επιστήμη και τη Μνημοσύνη.
Κοντινό
Τα φώτα χαμηλώνουν
Και η ζωή μου περνάει
Και κάποιος ψιθυρίζει τις λέξεις… έλα κοντά
Τον χρόνο αφήνω
Δεν υπάρχει γυρισμός
Είμαι κολλημένος ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο
Και ο βαρκάρης με προστάζει… έλα κοντά (σελ. 30).
Τόσο πλήρης ο λόγος, τόσο ακαριαία ζωγραφική η στιγμή. Το πέρας και το πάλαι ποτέ, το τέως και το πρώην, το πριν και το νυν… Όσο για το μετά… άσ’ το καλύτερα, γιατί δεν ξέρει κανείς ποτέ τι μας επιφυλάσσει. Και φυσική, η φαντασία, το μυαλό, που δεν ταυτίζεται με το ουσιαστικό «νους», πηγαίνει πάντα στο χειρότερο σενάριο. Ενώ υπάρχει κι η Ζωή, εκεί έξω… Μέσα μας δηλαδή. Στο πιο κρυφό μεδούλι των κοκάλων μας που αρνείται να παραδοθεί στην ανυπαρξία και στον Θάνατο. Ακόμα κι αν κάποιος μας υποσχεθεί ότι θα ξαναζήσουμε μετά, εμείς οφείλουμε να παραμένουμε εδώ, υγιείς, καθαροί (μέσα, έξω) και να αντικρύζουμε τ’ άστρα με κουράγιο και πλησμονή.
Όχι, δεν είναι πεισιθάνατη η ποίηση του Γιάννη Τσαμαντάκη. Είναι απλώς …ασπρόμαυρη με σποραδικές πινελιές κυκλάμινου κι ανεμώνας.