«Άκου, περνάει η στρατιά του Σπάρτακου…»

Γενικά, δεν είμαι σύμφωνη με το να εκδίδονται τα ημιτελή έργα των συγγραφέων μετά θάνατον. Θεωρώ ότι, εφόσον ο συγγραφέας δεν μπορεί να δώσει την έγκρισή του, δεν είναι πρέπον. Αλλά «Τα παιδιά του Σπάρτακου» της Διδώς Σωτηρίου είναι η εξαίρεση στον παραπάνω κανόνα: γιατί διαβάζουμε ένα έργο που η συγγραφέας δεν είχε εγκαταλείψει αλλά το πάλευε μέχρι τη δεκαετία του ’90, δεν κατόρθωσε όμως να το ολοκληρώσει. Επιπλέον, κι αυτό είναι το σημαντικότερο, έστω και σε ατελή μορφή, είναι ένα αξιόλογο μυθιστόρημα-τοιχογραφία της κοινωνικής και πολιτικής ιστορίας της Ελλάδας, από τις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα έως τη μετεμφυλιακή περίοδο.

Από τα χωριά της Θράκης μέχρι την Αθήνα, ακολουθούμε την ιστορία μιας οικογένειας αγροτών που αγωνίζονται να επιβιώσουν ενώ εμπλέκονται στην περιπέτεια της Αριστεράς, με τους πολιτικούς αγώνες, τις εξορίες, τις φυλακίσεις, το αδιάκοπο κυνηγητό. Αν και πρόκειται σαφώς για ένα κείμενο πολιτικοποιημένο -το ένα ζευγάρι των ηρώων «ενσαρκώνει» τους Νίκο Μπελογιάννη και Έλλη Παππά, αδερφή της συγγραφέως-, είναι κυρίως ένα δυνατό ανθρώπινο δράμα και «ένα έργο ζωντανών χαρακτήρων στους οποίους αποτυπώνονται υπαρκτοί ανθρώπινοι τύποι», όπως σημειώνει εύστοχα στον πρόλογο η Έρη Σταυροπούλου, που έκανε και τη φιλολογική επιμέλεια του κειμένου.

Οι ατέλειες και τα κενά στην αφήγηση είναι βέβαια εμφανή κι είναι πραγματικά κρίμα που το μυθιστόρημα δεν ολοκληρώθηκε γιατί, συμφωνώ απολύτως με την κ. Σταυροπούλου, θα γινόταν ισάξιο με τα «Ματωμένα Χώματα». Όμως αυτά τα κενά αναπληρώνονται από τους χαρακτήρες -και είναι μεγάλος ο αριθμός των προσώπων του βιβλίου- και τις καταστάσεις που ζουν: ακραίες και δύσκολες, αναγνωρίζονται από τον σύγχρονο αναγνώστη (από τις αφηγήσεις των μεγαλυτέρων) και εντυπώνονται βαθύτατα στον ψυχισμό του, διαμέσου του λυρισμού και της δύναμης των εικόνων που πλάθει η συγγραφέας. Επιπροσθέτως, σε μια εποχή όπου όλα έχουν καταρρεύσει, η ηθική και οι αξίες που προτείνει η Σωτηρίου δεν μοιάζουν πια ξεπερασμένες: αντίθετα, μοιάζουν ξανά αναγκαίες.

Τα παιδιά του Σπάρτακου, τα πιτσιρίκια με τα ξύλινα τσόκαρα που διέσχιζαν φορώντας ξύλινα τσόκαρα τους δρόμους, πριν ακόμα ξημερώσει, για να πιάσουν δουλειά στα σηροτροφεία της Θράκης, είναι εκείνα που έδωσαν τον τίτλο του βιβλίου. Και η αφήγηση τής Βασιλιώς στο κλείσιμο του κειμένου, ενός τέτοιου παιδιού που τιμώρησε με εγκαύματα ο επιστάτης επειδή έπαιζε με την κούκλα της «εν ώρα δουλειάς», είναι τόσο αυθεντικά συγκινητική και ανθρώπινη, που αποτελεί έναν εξαιρετικό επίλογο. Επίλογο; Όχι, η φράση που ταιριάζει είναι «Συνεχίζεται».