Μνήμη Γιώργου Πιπερόπουλου
Ο Μανόλης είναι ένας ηλικιωμένος κτίστης και ζει σε ένα ελληνικό νησί (αν και η λέξη Ελλάδα ποτέ δεν αναφέρεται στο μυθιστόρημα). Βρίσκεται στο πέμπτο μηχανάκι – αν είχε πάρει γάιδαρο, θα ήταν στον τρίτο. Χρειαζόταν ένα μεταφορικό μέσο για να πηγαίνει στις δουλειές του, από τη μία μέχρι την άλλη άκρη του χωριού (ήταν καλός κτίστης, αν και τώρα η δουλειά έχει πέσει), και από το καφενείο του Γιάννη στο καλύβι του πάνω στον λόφο. Ο Μανόλης είναι παντρεμένος κι έχει ένα σπίτι στο χωριό, όπου μένει με τη γυναίκα του.
Τα μηχανάκια του Μανόλη βρίσκονται παραταγμένα στην πίσω αυλή. Τα ανταλλακτικά τους κρέμονται στις ελιές – γιατί; «Α, ναι, θυμάται. Γιατί όταν στεκόταν σε κάποια απόσταση, τα διαφορετικά κομμάτια ενώνονταν και δημιουργούσαν ένα σύνολο. Το μηχανάκι των ονείρων του. Κάποια μέρα θα αναστηθεί και αυτό. Κάποια μέρα θα ακουστεί ένας ήχος σαν θρόισμα μέσα από το καλύβι, όταν παξιμάδια, βίδες, ελατήρια, μπουζιά, κεφαλές κυλίνδρων και βαλβίδες αρχίσουν να βγαίνουν από τα κουτιά και τα συρτάρια και, με έναν σχεδόν ανεπαίσθητο ήχο σαν κροτάλισμα, μετακινηθούν το ένα πίσω από το άλλο, σαν καραβάνι, προς τη μεριά του κήπου» (σελ. 55-56).
Ο Μανόλης θα μπορούσε κάλλιστα να πάρει έναν γάιδαρο για να κάνει τις δουλειές του. Αλλά διάλεξε μηχανάκι. Και στον γιο του πήρε, με τις οικονομίες του, αυτοκίνητο. Χάθηκε σε μια στροφή, έπεσε σε έναν γκρεμό ή: «Ίσως να μην υπήρχε κανένας γκρεμός. Ίσως να υπήρχε ένα δέντρο ή ο τοίχος κάποιου σπιτιού. Έτσι, το αυτοκίνητο συμπιέστηκε σαν ακορντεόν∙ ένα ακούρδιστο ακορντεόν που διαμαρτύρεται με θυμό, που ένας τεράστιος, κτηνώδης μουσικός έχει βγάλει από το φυσερό του όλον τον αέρα» (σελ. 58).
Αλλά ο Μανόλης έχει επίσης έναν άλλο Μανόλη, πολλούς Μανόληδες, αυτόν που πήρε γάιδαρο αντί για μηχανάκι, που φωτογραφήθηκε με ξένες τουρίστριες, ιδίως με μιαν απ’ αυτές, που θα ξανάρθει σίγουρα. Σκέφτεται όλο και πιο πολύ τον θάνατο: «Ίσως υπάρχει ένας μικρός τόπος και γι’ αυτόν. Όποιος και να είναι. Θυμάται τη ζωή του σαν να ήταν κάποιου άλλου. Τη ζωή του, την αληθινή ζωή του, την έχει ξεχάσει, την έχει διαγράψει, γιατί δεν υπάρχει πια κανένας Μανόλης να την ποτίσει. Ο Μανόλης που ακόμη υπάρχει δεν αφήνει καθόλου ίχνη, τα παίρνει μαζί του. Έχει το καλύβι πάνω στον λόφο, όντως, έτσι είναι, αλλά κάθε βράδυ το λάστιχο μικραίνει, τα όρια του χωραφιού μικραίνουν, και τελικά δεν θα υπάρχει άλλη γη γι’ αυτόν παρά ένα κομματάκι ίσα ίσα για να κυλιέται ένας γάιδαρος» (σελ. 123-124). Όμως: «Ακούγεται ένα απαλό σούρσιμο, εκτός και αν είναι απλώς τα αυτιά του που βουίζουν, τα φτερά του ανεμόμυλου που γυρίζουν. Πιάνει το μαστίγιό του και, με ένα χτύπημα, σηκώνει τα μηχανάκια σούζα. Θα κρατήσει τα ηνία και στα πέντε, όρθιος πάνω στις σέλες. Κάνοντας κύκλους στην πίστα. Έπειτα μπορούν να τον πάνε όπου θέλουν» (σελ. 124).
Το βιβλίο του Σουηδού Γιαν Χένρικ Σβαν (γενν. 1959) είναι μελαγχολικό, αν και ο ίδιος παραμένει μάχιμος όπως διαβάζουμε στο εξαιρετικό επίμετρο της Μαργαρίτας Μέλμπεργκ, η οποία αναφέρεται αναλυτικά στο έργο του. Η πλοκή είναι υποτυπώδης αλλά αυτό δεν κάνει το μυθιστόρημα λιγότερο ενδιαφέρον. Ο συγγραφέας διεισδύει βαθιά στον εσωτερικό κόσμο του ήρωά του, διατηρώντας την πρόσδεσή του με το περιβάλλον που τον γέννησε και τον διαμόρφωσε. Οι απολήξεις της πραγματικότητας μεταμορφώνονται σε ποιητικές εικόνες προσφέροντας απελευθερωτικές διεξόδους.
Διαυγής η μετάφραση της Μαρίας Φραγκούλη στην ωραία έκδοση του «Εντευκτηρίου».