Υπάρχουν κείμενα που για διάφορους λόγους είτε στην εποχή τους δεν εκτιμώνται όπως τους αξίζει είτε χάνονται στο πέρασμα των χρόνων και ξεχνιούνται. Μέχρι που ανακαλύπτονται ξανά και επανέρχονται στο λογοτεχνικό προσκήνιο για να κάνουν μια νέα καριέρα. Το Τα μάτια τους κοιτούσαν τον Θεό της Ζόρα Νιλ Χέρστον ανήκει σε αυτήν ακριβώς την κατηγορία. Γραμμένο το 1937 και εν πολλοίς ξεχασμένο γνώρισε νέα δόξα όταν, στα μέσα της δεκαετίας του 1970, η Alice Walker –η συγγραφέας του Πορφυρού Χρώματος– έγραψε ένα άρθρο στο φεμινιστικό περιοδικό Ms. για την ξεχασμένη από πολλούς Χέρστον και τη συμβολή της στην αφροαμερικανική λογοτεχνία.
Η Ζόρα Νιλ Χέρστον (1891-1960), κόρη ενός ιερέα και μιας δασκάλας, εγκαταλείπει το σπίτι της μετά τον θάνατο της μητέρας της και εντάσσεται σε έναν περιπλανώμενο θίασο. Ωστόσο, επίμονη και ικανή, κατάφερε όχι μόνο να ολοκληρώσει τις σπουδές της αλλά και να φοιτήσει σε ορισμένα από τα αξιολογότερα πανεπιστήμια της εποχής της, λαμβάνοντας μάλιστα μεταπτυχιακό τίτλο στην Ανθρωπολογία από το Columbia University. Οι σπουδές της αποτελούν το έναυσμα που θα την οδηγήσει σε επιτόπιες μελέτες και καταγραφές της αφροαμερικανικής κουλτούρας σε περιοχές του αμερικανικού Νότου και της Καραϊβικής. Το 1931 η Χέρστον ολοκληρώνει τη συγγραφή του Barraccoon: Η ιστορία του τελευταίου σκλάβου (εκδ. Παπαδόπουλος, 2021) έπειτα από χρόνια έρευνας και συζητήσεων με τον Κούτζο Λιούις, τον τελευταίο σκλάβο που μεταφέρθηκε από την Αφρική στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Το βιβλίο εκδόθηκε τελικά στις ΗΠΑ σχεδόν 90 χρόνια αργότερα, το 2018. Συνδεδεμένη με το κίνημα της Αναγέννησης του Χάρλεμ, η συγγραφέας εστίασε όλη της τη δημιουργία στην εξερεύνηση της μαύρης ταυτότητας και εμπειρίας.
Πρωταγωνίστρια στο Τα μάτια τους κοιτούσαν τον Θεό είναι η Τζέινι. Καρπός του βιασμού της μητέρας της από έναν λευκό, ανατρέφεται από τη γιαγιά της, η οποία την παντρεύει στα δεκαέξι της με έναν εξηντάρη κτηματία θεωρώντας ότι έτσι της εξασφαλίζει ένα καλύτερο μέλλον. Λίγο αργότερα γνωρίζει τον Τζο Σταρκς, έναν ικανό αλλά ταυτόχρονα αλαζόνα άντρα, ο οποίος την πείθει να τον παντρευτεί και να τον ακολουθήσει στο Ίτανβιλ, μια νέα πόλη χτισμένη και κατοικημένη αποκλειστικά από μαύρους. Και ενώ αρχικά αισθάνεται ότι η ζωή της βελτιώνεται, η σταδιακή εξέλιξη και ανέλιξη του συζύγου της σε τοπικό παράγοντα συμβαδίζει με τον δικό της περιορισμό στον ρόλο μιας άβουλης συζύγου και σιωπηλής υπαλλήλου στο μπακάλικό του. Ο θάνατός του την απελευθερώνει από τους περιορισμούς του και η γνωριμία της με έναν νεότερό της άνδρα, με το ιδιαίτερο όνομα Μπισκότος, χαράζει μια νέα διαδρομή στη ζωή της. Τον ακολουθεί στα Εβεργκλέιντς, μια περιοχή που οι ντόπιοι αποκαλούν βάλτο, για να μαζέψουν φασόλια και να χτίσουν φιλίες με τους υπόλοιπους εποχιακούς εργάτες. Μια ισχυρή καταιγίδα και ένα λυσσασμένο σκυλί προκαλούν το τέλος της ευτυχίας που η Τζέινι κυνηγούσε.
Με αυτό το μυθιστόρημα η Ζόρα Νιλ Χέρστον καθίσταται η δυναμική και γενναία πρωτοπόρος του αφροαμερικανικού –και όχι μόνο– φεμινισμού. Τοποθετεί στο επίκεντρο τις ανάγκες της μαύρης γυναίκας, την αναζήτηση της ταυτότητάς της (σεξουαλικής, κοινωνικής) και την παρακολουθεί μέσα στο πλαίσιο της μαύρης κοινότητας, που έχει μεν τους δικούς της κώδικες και κανόνες αλλά δεν παύει να θεωρεί τη γυναίκα εξαρτώμενη από το αρσενικό (πατέρα, αδερφό, σύζυγο). Ο αναγνώστης μπορεί σχεδόν να αισθανθεί την ανάσα ελευθερίας που παίρνει η Τζέινι όταν ο Τζο Σταρκς πεθαίνει και αυτή μπορεί επιτέλους να λύσει τον αυστηρό κότσο που την υποχρέωνε να έχει ώστε τα όμορφα μακριά μαλλιά της να μην προκαλούν τον θαυμασμό των άλλων ανδρών. Αυτή η μικρή πράξη απελευθέρωσης είναι το πρώτο βήμα για τη χειραφέτησή της. Οι επιλογές της από αυτό το σημείο και μετά καθορίζονται από την ανάγκη της να νιώσει ευτυχισμένη.
Το μυθιστόρημα θεωρείται ένα από τα σπουδαιότερα του 20ού αιώνα και είναι σίγουρο ότι –λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη τη χρονολογία συγγραφής του– υπήρξε τολμηρό και πρωτοποριακό, αφού τολμά να θέσει παράλληλα και ισάξια ζητήματα φύλου και φυλής, καταρρίπτει τα στερεότυπα για τη θέση της γυναίκας και δίνει φωνή σε μια γυναίκα που, όπως και τόσες άλλες πριν από αυτήν, είχε διδαχθεί ότι η επιβίωση συμβαδίζει με την υποταγή. Σχεδόν έναν αιώνα αργότερα, το βιβλίο εξακολουθεί να είναι επίκαιρο και αξίζει να ανακαλυφθεί και από το ελληνικό αναγνωστικό κοινό.