Μυστήριο στην κατοχική Αθήνα

Ο Νίκος Αγραφιώτης, ο πρωταγωνιστής του πρώτου μυθιστορήματος του Πάνου Αμυρά Ο λιμός, επιστρέφει και προσπαθεί να λύσει ακόμα ένα μυστήριο στην κατεχόμενη από τους Γερμανούς Αθήνα. Αυτή τη φορά, η ιστορία ξεκινά τον Σεπτέμβριο του 1943. Ο απότακτος υπαστυνόμος Αγραφιώτης επιστρέφει στην Αθήνα σχεδόν δύο χρόνια μετά τη φυγάδευσή του στη Μέση Ανατολή με νέα ταυτότητα, με έναν πόνο να τον βαραίνει, αλλά και με μια σπουδαία αποστολή: πρέπει να καταφέρει να ενταχθεί στην Ειδική Ασφάλεια και να αρχίσει να συλλέγει πληροφορίες οι οποίες θα βοηθήσουν τις επιχειρήσεις των Συμμαχικών Δυνάμεων στη Μεσόγειο. Η δουλειά του θα γίνει ακόμα πιο δύσκολη, όταν χάρη στη γνώση της γερμανικής γλώσσας και των εμφανέστατων ικανοτήτων του, θα τον επιλέξουν να βοηθήσει σε μια περίεργη υπόθεση, στην απαγωγή μιας εξάχρονης Γερμανίδας, κόρης Γερμανού διπλωμάτη, και ενός πεντάχρονου μικρού, γιου του κηπουρού της οικογένειας.  Εφοδιασμένος με την ταυτότητα της Ειδικής Ασφάλειας, η οποία ανοίγει και τις πιο προσεχτικά φρουρούμενες πόρτες, ο Αγραφιώτης προσπαθεί να πνίξει την οργή που αισθάνεται απέναντι στα αποβράσματα που συναντά στον δρόμο του –Γερμανούς αξιωματικούς, αδίστακτα μέλη της Ειδικής Ασφάλειας, ανθρώπους της νύχτας– και να φέρει εις πέρας τη δύσκολη αποστολή του: αφενός να εντοπίσει τους απαγωγείς των δύο παιδιών, αφετέρου να συλλέξει όσες περισσότερες πληροφορίες μπορεί για τα σχέδια των Γερμανών. Σε αυτό το τελευταίο, θα έχει πολύτιμη συνεργάτιδα την Ελένη Αποστολίδου, μια κοπέλα που εργάζεται για τους Γερμανούς, έχει στιγματιστεί ως προδότρια της χώρας της, τη στιγμή που ρισκάρει καθημερινά τη ζωή της μαζεύοντας πληροφορίες για τις γερμανικές κινήσεις στη Μεσόγειο.

Ιδιαιτέρως προσεχτικά και γλαφυρά, ο συγγραφέας δίνει ξανά ζωή στην Αθήνα του 1943, μια Αθήνα εντελώς διαφορετική από αυτήν του Λιμού του 1941. Μπορεί οι Αθηναίοι να μην βρίσκονται πλέον στο χείλος του θανάτου εξαιτίας της ασιτίας, μια νέα μάστιγα έχει όμως προστεθεί τώρα στον πόνο που προκαλεί η γερμανική κατοχή: η διχόνοια. Δωσίλογοι, συνεργάτες των Γερμανών και κοινοί τραμπούκοι κάνουν τα αδύνατα δυνατά για να βρίσκονται στην εύνοια του κατακτητή και να ικανοποιούν τα συμφέροντά τους. Αριστεροί, πατριώτες, νέες οργανώσεις και μοναχικοί λύκοι προσπαθούν να αντισταθούν στον κατακτητή, να βοηθήσουν με όποιον τρόπο μπορούν στην αντίσταση ενάντια στις δυνάμεις που έχουν καταλάβει την Ελλάδα. Και ο πρωταγωνιστής, αναγκασμένος να υποκρίνεται, να κάνει τα στραβά μάτια και να υποφέρει με τα όσα βλέπει, προσπαθεί να φέρει εις πέρας την αποστολή του και να διασώσει την ψυχή του. Φοβισμένος και παράλληλα αποφασισμένος, προσπαθεί να διακρίνει την αλήθεια από το ψέμα και τον εχθρό από τον σύμμαχο, ενώ αγωνίζεται να διατηρήσει την ανθρωπιά του σε έναν κόσμο όπου η έννοιά της έχει ολότελα ξεχαστεί.

Ακριβώς όπως και στον Λιμό, η ίδια η Αθήνα έχει πρωταγωνιστικό ρόλο: οι γειτονιές της, τα κτήρια της, τα στολίδια της που έχουν καταληφθεί από τους Γερμανούς και στοιχειώνονται από τις κραυγές των Ελλήνων που γεμίζουν φυλακές, κρατητήρια και χώρους βασανιστηρίων. Ο συγγραφέας τονίζει αυτή ακριβώς την κατάσταση, την ομορφιά και την ιστορία των κτηρίων και την  κατάληξή τους στα χέρια του κατακτητή, μια συνεχής υπενθύμιση για κάθε περαστικό ότι τίποτα πλέον δεν ανήκει στον λαό, ούτε καν οι ομορφιές της πόλης του.

Γρήγορο, φορτισμένο και αγωνιώδες το μυθιστόρημα του Πάνου Αμυρά φέρνει στο προσκήνιο μυθιστορηματικούς χαρακτήρες και πραγματικά πρόσωπα, προδότες και αφανείς ήρωες και εξελίσσεται σε ένα συναρπαστικό ανάγνωσμα που κατορθώνει να ενσωματώσει το μυστήριο μέσα στο ιστορικό του πλαίσιο.