Το βιβλίο του Κωστή Παπαϊωάννου, προέδρου της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου από το 2006 και επί σειρά ετών προέδρου του ελληνικού τμήματος της Διεθνούς Αμνηστίας, άρχισε να γράφεται τον περασμένο Ιούλιο και ολοκληρώθηκε λίγο μετά τη σύλληψη ηγετικών στελεχών της Χρυσής Αυγής, η οποία ακολούθησε τη δολοφονία του αντιφασίστα μουσικού Παύλου Φύσσα στο Κερατσίνι, στις 17 Σεπτεμβρίου 2013. Όπως αναφέρει ο συγγραφέας στην εισαγωγή του, το βιβλίο επιχειρεί μια προσέγγιση του φαινομένου Χρυσή Αυγή εξετάζοντας τη λειτουργία της ως «εθνικού απολυμαντικού». Φιλοδοξεί «να μεταδώσει την αγωνία απέναντι στην καθολική επέκταση του νεοναζισμού, ο οποίος επιχειρεί να μην αφήσει καμιά γωνιά του δημόσιου και του ιδιωτικού μας τομέα ανέλεγκτη και καμιά όψη του εαυτού μας “ύποπτα ακάθαρτη”» (σελ. 13).

Εκτός από την εισαγωγή και τον επίλογο, το βιβλίο αποτελείται από οκτώ κεφάλαια που ο τίτλος τους είναι αρκετά εύγλωττος: «Απλά μαθήματα εθνοφυλετικής και κοινωνικής καθαρότητας»,«Τα καθαρόαιμα: Εντοπίζοντας τον βρόμικο εχθρό», «Η βίαιη εθνοκάθαρση: Όψεις της δημόσιας και της ιδιωτικής ναζιστικής βίας», «Καθαριότητα και υγεία: Το εθνικό σώμα, τα λοιμώδη νοσήματα και ο ανοσοποιητικός ναζισμός», «Καθαρά μυαλά: Εκκαθάριση των κρατικών ιδεολογικών μηχανισμών», «Η στολή στο καθαρτήριο: Εκκαθάριση των κρατικών μηχανισμών καταναγκασμού», «Γενική καθαριότητα: Το κόμμα του youtube εφορμά στον δημόσιο χώρο», «Κάθαρση και εκκαθάριση στην πολιτική: Το εθνικό απορρυπαντικό και οι λεκέδες της Μεταπολίτευσης».

Ο συγγραφέας αντικρούει τις δύο επικρατούσες στον δημόσιο λόγο εξηγήσεις για την άνοδο της Χρυσής Αυγής: ότι οφείλεται στο (υπαρκτό) πρόβλημα της μετανάστευσης ή, αντίθετα, στην κοινωνική αποδιάρθρωση που έφεραν τα μέτρα των Μνημονίων. Σχηματικά οι δύο θέσεις εκπροσωπούνται από τη δεξιά και την αριστερά, αντίστοιχα. Για τον Κ. Παπαϊωάννου, αυτό στο οποίο δεν δίνεται αρκετή σημασία είναι ο ταξικός χαρακτήρας του ελληνικού νεοναζισμού. Γι’ αυτό το αρχικό σύνθημα «Έξω οι ξένοι» σύντομα θα μετατραπεί στο «Να ξεβρομίσει ο τόπος».

Η Χρυσή Αυγή αυτοπροσδιορίζεται ως ένα εθνικοσοσιαλιστικό ναζιστικό κόμμα. Για τους οπαδούς της το έθνος είναι ένας ζωντανός οργανισμός που γεννιέται, μεγαλώνει, παρακμάζει και πεθαίνει. Η επίτευξη της καθαρότητας μπορεί να φέρει το ποθητό αποτέλεσμα, την αναγέννηση της ομάδας, την αποτροπή της καταστροφής (σελ. 39). Καθοριστικός είναι ο ρόλος του Ηγέτη.

Ο μεγάλος αντίπαλος της Χρυσής Αυγής είναι ο σιωνισμός – και ο αντισιωνισμός, όπως πολύ καλά γνωρίζουμε, έχει βρει διαχρονικά πρόσφορο έδαφος στη δεξιά αλλά ακόμα και στην αριστερά. Εχθροί δεν είναι μόνο οι μετανάστες, οι Ρομά, εν γένει οι μειονότητες, αλλά και ειδικά ο κομμουνισμός (σελ. 84-85) όπως μαρτυρεί η επίθεση κατά των μελών του ΚΚΕ στο Πέραμα λίγες μέρες πριν από τη δολοφονία του Φύσσα.

Η βία για τη Χρυσή Αυγή είναι το μήνυμα, το μέσο και ο σκοπός (σελ. 93). Τα τάγματα εφόδου δρουν σαν διωκτικές ομάδες (σελ.95). Η σωματική βία είναι η «απόλυτη, εξαχρειωτική κυριαρχία πάνω στο σώμα του “Άλλου”, μια συμβολική τελετή κάθαρσης διά του σωματικού εκμηδενισμού» (σελ. 103). Αλλά υπάρχει και η λεκτική βία, όπως εκφράζεται λ.χ. στα σχόλια και στα ιστολόγια, καθώς και η προπαγάνδα.

Στο πολύ σημαντικό για την ανάλυσή του τέταρτο κεφάλαιο, ο Κωστής Παπαϊωάννου αποκαλύπτει, θα λέγαμε, την ταυτότητα του ελληνικού νεοναζισμού με τον ναζισμό του Χίτλερ, μέσω ενός «βασικού νόμου εθνικής και κοινωνικής υγιεινής» που απομακρύνει ό, τι θεωρείται μίασμα (σελ.129). Δυστυχώς, εδώ τα παραδείγματα είναι πολλά, ακόμα και από εκεί που ίσως δεν θα το περιμέναμε: ο νόμος Λοβέρδου για τις οροθετικές γυναίκες και οι επιχειρήσεις «Ξένιος Δίας» και «Θέτις» υιοθετούν την ακροδεξιά ατζέντα.

Στα επόμενο κεφάλαιο ο συγγραφέας αναφέρεται στον πολύ σημαντικό ρόλο της σχολικής εκπαίδευσης στη διαμόρφωση της αντίληψης όχι για το ποιοι είμαστε, αλλά για το ποιοι θα θέλαμε να είμαστε  Καίριας σημασίας είναι εδώ το πώς διδάσκεται η Ιστορία (σελ. 163 και εξής). Ένα άλλο πολύ σημαντικό κομμάτι αναφέρεται στη ρόλο της Εκκλησίας και στην ευθύνη της για την άνοδο του νεοναζιστικού φαινομένου (σελ. 186). Άπειρα είναι κι εδώ τα παραδείγματα για την εκκαθάριση των κρατικών ιδεολογικών μηχανισμών, από την εχθρότητα της Χρυσής Αυγής απέναντι στη γνώση γενικά, την «εκφυλισμένη τέχνη» (βλ. επίθεση στο Θέατρο Χυτήριο για την παράσταση Corpus Christi) έως την επιδοκιμασία του κλεισίματος της ΕΡΤ (σελ. 179-180).

Η διείσδυση της Χρυσής Αυγής στους κρατικούς μηχανισμούς καταστολής έχει τεκμηριωθεί από τις ομολογίες συλληφθέντων μελών και στελεχών της οργάνωσης, αλλά και από εσωτερική έρευνα της ΕΛΑΣ (τα αποτελέσματα της οποίας ανακοινώθηκαν πρόσφατα), ενώ ενδεικτική είναι και η απήχηση του ελληνικού νεοναζιστικού κόμματος στα σώματα ασφαλείας, όπως αποτυπώνεται στα ποσοστά που συγκεντρώνει η Χρυσή Αυγή στα εκλογικά κέντρα όπου ψηφίζουν.

Ο Κωστής Παπαϊωάννου διαπιστώνει την αυξανόμενη επέκταση της Χρυσής Αυγής στον δημόσιο χώρο και στην ανάδειξή της σε «προστάτη» του κέντρου της Αθήνας. Τονίζει πόσο κρίσιμος είναι σήμερα, περισσότερο από ποτέ, όπως αναφέρει, ο έλεγχος του δημόσιου χώρου, «που λειτουργεί ως πεδίο συλλογικότητας, που παράγει ιδέες και δράσεις, εκεί όπου μπορούν να αρθρωθούν απαντήσεις στην κοινωνική αποδιάρθρωση» σε αντίθεση με τον δημόσιο χώρο «που αφήνεται να ερημώσει και να κατακλυσθεί από τον φόβο» (σελ.233).

Στο τελευταίο κεφάλαιο, ο συγγραφέας διαπιστώνει μια ορισμένη «σύμπλευση» της Χρυσής Αυγής με νεοφιλελεύθερες οπτικές, στο ρόλο της, πάντα, ως «εθνικού απολυμαντικού»: Ξεχωρίζει τη στόχευση κατά της Μεταπολίτευσης ως μιας περιόδου κατά την οποία λειτούργησε η δημοκρατία, παρ’ όλες τις στρεβλώσεις της και επισημαίνει τα λάθη της αριστεράς που, «υποκύπτοντας στην ευκολία του εθνολαϊκισμού παίζει με τους όρους εκείνων που βρίσκονται στον ιδεολογικό της αντίποδα» (σελ. 245).

Στο βιβλίο του Κωστή Παπαϊωάννου παρατίθενται αποσπάσματα από θεωρητικά κείμενα, δημοσιεύματα, αλλά και, αυτό είναι το ξεχωριστό, από λογοτεχνικά κείμενα θυμάτων του ναζισμού, όπως του Πρίμο Λέβι και του Χόρχε Σεμπρούν. Σε κάθε κεφάλαιο, μετά την ανάλυση του θέματος, ακολουθεί το συμπέρασμα, βοηθώντας τον αναγνώστη να κρατήσει το νήμα της αφήγησης και να το ενώσει με όσα προηγήθηκαν και όσα έπονται. Είναι ένα βιβλίο που παίρνει θέση και δεν διστάζει να επικρίνει τα δύο κόμματα που κυβέρνησαν την Ελλάδα και συγκυβερνούν σήμερα, τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, χωρίς να χαρίζεται στην αριστερά. Η οπτική του είναι ενός ανθρώπου που προασπίζεται τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη δημοκρατία.

Η παρουσίαση προσπάθησε να ακολουθήσει τη διαδρομή των κεφαλαίων και να δώσει μια γενική εικόνα των προβληματισμών του.

Ένα από τα βασικά πλεονεκτήματα του βιβλίου, η επικαιρότητά του, κινδυνεύει να χαθεί, αν οι εξελίξεις δεν ακολουθήσουν την πορεία που επιθυμεί ο συγγραφέας (κι εμείς μαζί του), δηλαδή την αντιμετώπιση του νεοναζισμού και των εγκλημάτων του με τα εργαλεία μιας δημοκρατικής κοινωνίας. Δυστυχώς, τα τελευταία γεγονότα (η δολοφονία δύο μελών της Χρυσής Αυγής στο Νέο Ηράκλειο την 1η Νοεμβρίου) φαίνεται να το επιβεβαιώνουν.