Ένας ανεκπλήρωτος έρωτας
Ο Αποστόλης Αρτινός γεννήθηκε στην Άμφισσα το 1966. Σπούδασε στην Αθήνα δημοσιογραφία και επικοινωνία. Κείμενά του, κυρίως κριτικές βιβλίων, έχουν δημοσιευτεί στις εφημερίδες «Ελευθεροτυπία» και «Αυγή», όπως επίσης και στο προσωπικό του ιστολόγιο «Λεξήματα» (www.leximata.blogspot.com). Άλλα βιβλία του: «Βίος ιδεόληπτος» (Σμίλη, 1998), «Η αδύνατη αναπαράσταση» στο συλλογικό τόμο «Αναφορά/Αναπαράσταση» (Futura, 2001).
Το μυθιστόρημα αυτό, «Τα γράμματα της Ντόρας», στηρίζεται σχεδόν εξ ολοκλήρου στην αλληλογραφία μιας γυναίκας. Η Ντόρα του τίτλου είναι μια νεαρή γιατρός, ερωτευμένη με τον Φώτη που γνώρισε στην Άμφισσα, τόπο της προηγούμενης εγκατάστασής της. Το Φεβρουάριο του 1955 φεύγει για τα Τρίκαλα, όπου διορίστηκε, αφού προηγουμένως περάσει από το σπίτι της στην Αθήνα. Από τότε, και για ένα χρόνο περίπου, γράφει γράμματα στον Φώτη, δυο και τρεις φορές τη μέρα, που τα στέλνει με το ταχυδρομείο ή με το λεωφορείο των ΚΤΕΛ. Στις επιστολές αυτές καταγράφει την αγάπη και τον έρωτά της, την καθημερινότητα και την αγωνία της συνάντησης με τον αγαπημένο της, που παραμένει στην Άμφισσα. Μερικές φορές εσωκλείει σύντομα γράμματα που απευθύνονται στους κοινούς τους φίλους, κάτι που μας κάνει να υποθέσουμε την ύπαρξη μιας μεγαλύτερης παρέας στην Άμφισσα, αλλά και ενός μικρότερου κύκλου φίλων στα Τρίκαλα. Απάντηση στις επιστολές της η Ντόρα παίρνει σπάνια κι όταν αυτό συμβαίνει, είναι συνήθως σύντομη. Ο Φώτης «υπάρχει» στα γράμματά της ως μακρινή παρουσία στη γενέτειρά του ή ως ανάμνηση από τη σύντομη συνάντησή τους στον Μπράλλο ή όταν η Ντόρα επισκέπτεται την Άμφισσα, μια φορά το μήνα και παρά την επιδείνωση της υγείας της εξαιτίας του υγρού κλίματος. Η επιστολογράφος θυμάται σκηνές από τα χρόνια που έζησαν μαζί, τους περιπάτους τους, τον ελαιώνα όπου εκείνος δούλευε, αλλά και τις παρεξηγήσεις και τους καβγάδες τους, τα λόγια τρίτων που δηλητηριάζουν όπως πιστεύει τη σχέση τους.
Δύσκολο το εγχείρημα για το συγγραφέα, να στηρίξει το μυθιστόρημά του στις επιστολές μιας γυναίκας και μάλιστα, τις περισσότερες φορές, χωρίς απόκριση. Σπάνια παρεμβαίνει ο Αρτινός, εκτός από την αρχή, που λειτουργεί ως εισαγωγή, και το τέλος, για να μας πει την κατάληξη της σχέσης – κι όμως, έχουμε την αίσθηση ότι και καθόλου να μην παρενέβαινε, το κείμενο θα στεκόταν αυτόνομο ως μυθιστόρημα, τόσο καλά είναι γραμμένο: μια γλώσσα που μοιάζει να ανήκει σε εκείνη την εποχή, χωρίς υπερβολές, λιτή, δραματολογικά στοιχεία που δίνουν τον απαραίτητο ρυθμό στην αφήγηση, μια δομή που κτίζεται γύρω από τις ημερομηνίες και τα γεγονότα στη ζωή της Ντόρας, το πέρασμα από την Αθήνα, τον πρώτο καιρό στα Τρίκαλα και την εγκαθίδρυση της επικοινωνίας με τον Φώτη, την αρρώστια της, την επιδείνωση της κατάστασής της και την απόφαση να φύγει από τα Τρίκαλα. Όλα φαίνεται να οδεύουν προς ένα προδιαγεγραμμένο τέλος.
Ωστόσο, ο ήρωας αυτού μυθιστορήματος δεν είναι η Ντόρα, αλλά ο Φώτης. Αυτόν επιλέγει να προβάλει ο Αρτινός, δικές του φωτογραφίες, όταν δεν είναι τοπία της Άμφισσας, δημοσιεύει, σ’ αυτόν αφιερώνει το βιβλίο. Αυτόν θρηνεί και όχι τον ανεκπλήρωτο, ουσιαστικά, έρωτα. «Ήταν γνωστή η σχέση του με κάποια Ντόρα, πολλά χρόνια πριν τον πρώτο του γάμο. Όταν το κουτάκι ανοίχθηκε ο Φώτης είχε ήδη ‘φύγει’. Πώς φεύγει κανείς; Πήρα τα γράμματα στην Αθήνα. Δεν μπορούσα να τα διαβάσω αμέσως. Έπρεπε να περάσει λίγος χρόνος, λίγος ακόμη, τα γράμματα ήξεραν να περιμένουν», μας λέει στην πρώτη σελίδα, ορίζοντας το πλαίσιο του λογοτεχνικού εγχειρήματός του. Κι εμείς δεν μπορούμε παρά να το αποδεχθούμε.