Τι συνέβη πραγματικά εκείνη τη μέρα;

Τι μας κάνει να ξεχνάμε; Να μη θυμόμαστε περασμένα γεγονότα και περιστατικά που ανήκουν πια στο παρελθόν; Είναι συνειδητή επιλογή μας ή γίνεται ακούσια;

Η Ρούμπι υποφέρει από κενά μνήμης ύστερα από τον θάνατο της αδερφής της, όταν ήταν ακόμη παιδί. Ένας ολόκληρος χρόνος έχει «κάνει φτερά» από το μυαλό της. Γιατί; Στην προσπάθειά της να ανακτήσει τις χαμένες μνήμες επιστρέφει στο σπίτι των παιδικών της χρόνων. Εκεί όλα μοιάζουν οικεία, αλλά και τόσο άγνωστα ταυτόχρονα. Καθώς περιπλανιέται στο παλιό αγροτόσπιτο και στον περιβάλλοντα χώρο, που δεν έχει αλλάξει σχεδόν καθόλου από τότε που έφυγε μαζί με τη μητέρα της, τα αντικείμενα, αλλά και τα τοπία που συναντά στο διάβα της, της φέρνουν ψήγματα αναμνήσεων. Σταδιακά η μνήμη της αρχίζει να φωτίζεται και να θυμάται διάφορα ξεχασμένα περιστατικά. Βήμα βήμα, κομμάτι κομμάτι, το παζλ αρχίζει να συναρμολογείται και τα κομμάτια του να τοποθετούνται στη σωστή τους θέση. Και ενώ η Ρούμπι πιστεύει ότι με το να θυμηθεί θα λυτρωθεί και οι ενοχές και οι αμφιβολίες της θα μπουν στην άκρη, όταν συμβαίνει αυτό, συγκλονιστικές αποκαλύψεις έρχονται στο φως, όλα τα δεδομένα ανατρέπονται, τα «πώς» και τα «γιατί» αποκαλύπτονται και στο τέλος τίποτα δεν είναι το ίδιο.

Από την άλλη, η  Μπρένα, ενώ ζει μια πολλά υποσχόμενη ζωή, αναγκάζεται να κάνει μια συμφωνία με έναν φίλο του πατέρα της, ύστερα από τη χρεοκοπία του τελευταίου, και να τον ακολουθήσει στην Τασμανία. Όλη της η ζωή ανατρέπεται και οι εξελίξεις δεν είναι καθόλου ευχάριστες.

Μέσω δύο ανεξάρτητων παράλληλων αφηγήσεων, που απέχουν πάνω από έναν αιώνα μεταξύ τους, σε πρώτο πρόσωπο, πότε η Μπρένα και πότε η Ρούμπι μάς μεταφέρουν εναλλάξ στα τέλη του 19ου αι. η μία και στο 2013 η άλλη. Τα γεγονότα διαδραματίζονται σε διαφορετικές τοποθεσίες, αλλά κάπου στην εξέλιξη των αφηγήσεων  οι δυο ηρωίδες «πατάνε» στα ίδια χώματα. Μήπως τελικά σχετίζονται με κάποιον τρόπο μεταξύ τους;

Περιέργεια για το τι θα συμβεί παρακάτω, αγωνία για τις τύχες των ηρώων, σφίξιμο στο στομάχι απ’ όσα άσχημα συμβαίνουν σε αυτούς. Όσο η αφήγηση προχωράει, ο ρυθμός αυξάνεται και η ένταση κορυφώνεται. Η Άννα Ρόμερ στο μυθιστόρημά της «Τα φτερά της μνήμης» γνωρίζει καλά πώς να διατηρεί το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Σαν να ανοίγει μια συνηθισμένη συζήτηση με ανθρώπους της διπλανής πόρτας, αφηγείται τις δύο ιστορίες άμεσα, με απλές λέξεις και γίνεται κατανοητή από όλους. Χαρακτηριστικό είναι ότι, ενώ διανθίζει τα όσα αφηγείται με «απλές» περιγραφές, που δεν περιλαμβάνουν κάτι εξεζητημένο, εικόνες και τοπία εκπληκτικής ομορφιάς ξετυλίγονται μπροστά στα μάτια του αναγνώστη δημιουργώντας του μια αίσθηση χαλάρωσης και ηρεμίας. Ο αναγνώστης βλέπει, οσφραίνεται, μεταφέρεται ψυχή τε και σώματι στα μέρη που περιγράφονται. Αόρατος παρατηρητής και μάρτυρας των όσων συμβαίνουν.

Παράλληλα θίγονται σημαντικοί προβληματισμοί και πλήθος ηθικών ζητημάτων, όπως ο ρατσισμός, η δύναμη της αγάπης και μέχρι πού μπορεί να φτάσει αυτή –ακόμα και να καταστρέψει και να εκδικηθεί κάποιος εξ ονόματός της;– και το ψέμα.

Ειδική μνεία πρέπει να γίνει στην πολύ καλή μετάφραση της Έφης Καλλιφατίδη.