Ένας ξαφνικός, απρόσμενος έρωτας: αυτό, θα μπορούσαμε να πούμε, έχει συμβεί στον ήρωα του μυθιστορήματος του Μανουέλ Βίλας, «Τα φιλιά».

Είναι Μάρτιος του 2020. Λίγο πριν ξεκινήσουν τα περιοριστικά μέτρα για την πανδημία της Covid-19, ο Σαλβαδόρ (Σάλβα) φεύγει από τη Μαδρίτη για ένα κοντινό μέρος όπου ο συνεταιρισμός των εκπαιδευτικών του έχει παραχωρήσει ένα σπίτι δίπλα στο δάσος. Στο παντοπωλείο, και μοναδικό μαγαζί του χωριού, γνωρίζει τη Μονσεράτ.

Είναι 58 χρονών, μόλις έχει συνταξιοδοτηθεί. Η Μονσεράτ είναι 45, διαζευγμένη, μητέρα ενός μικρού αγοριού που μένει με τον πατέρα του στη Γερμανία. Ανάμεσά τους θα ξεκινήσει ένας αυθόρμητος, ελεύθερος έρωτας –πρώτα τα φιλιά–, που θα περιέχει όλη την ομορφιά της φύσης, των σωμάτων, της ζωής.

Αρχικά η Μονσεράτ θα του φέρνει τα ψώνια με το αυτοκίνητό της. Αργότερα, όταν τα μέτρα χαλαρώσουν κάποιος θα ψωνίζει ο ίδιος από ένα πολυκατάστημα, δοκιμάζοντας μικρές κλοπές – ένα μπουκάλι κρασί, για παράδειγμα, που θα μοιραστούν και, στο τέλος, ένα άρωμα Σανέλ 5 για εκείνη.

Ο Σάλβα έχει φέρει από τη Μαδρίτη για να περάσει την καραντίνα τον «Δον Κιχώτη» του Θερβάντες. Και στην πρώτη εξόρμηση στα βιβλιοπωλεία θα αγοράσει άλλη μια έκδοση του εμβληματικού έργου της ισπανικής και της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ενώ φουντώνει ο έρωτάς του για τη Μονσεράτ.

Απ’ όλα τα χρόνια που έχουν περάσει, ανακαλεί το 1981 και τη φιλία του μ’ έναν φοιτητή Ιατρικής, τον Ραφαέλ Πουτς, με τον οποίο έμεναν στην ίδια εστία. Ο Ραφαέλ πίστευε ότι μπορούσε να προβλέψει το μέλλον – η ικανότητά του αυτή φάνηκε από την έκβαση του πραξικοπήματος της 23ης Φεβρουαρίου εκείνης της χρονιάς. Ο 19χρονος φοιτητής Ιστορίας και Γεωγραφίας πήγαινε στο δωμάτιό του ακόμη και πολύ αργά τη νύχτα και συζητούσαν κι έτσι έμαθε να μην τον φοβάται, τον έβλεπε μάλιστα ως μεγαλύτερο αδελφό ή  πατέρα καθώς ο δικός του πατέρας πέθανε όταν ήταν μικρός.

Στον «Δον Κιχώτη» ο ήρωας μπερδεύει τη φαντασία με την πραγματικότητα. Κι ο ήρωας του βιβλίου του Βίλας, στην απρόβλεπτη συνθήκη που έχει δημιουργήσει η πανδημία, είναι ένας ρομαντικός ήρωας όπως κι εκείνος.

Η Μονσεράτ το καταλαβαίνει, το διατυπώνει με τον άμεσο τρόπο της και το αναδεικνύει, όπως κι εκείνος μιλάει συνεχώς για την ομορφιά, τα καλοσχηματισμένα χέρια, τα πόδια της, τα μαλλιά της.

Καθώς οι μήνες περνούν, οι δυο τους μεταγγίζουν τη χαρά, την απόλαυση της σαρκικής έλξης, την κατανόηση ο ένας στον άλλον και την κάνουν αγάπη.

Ο Μανουέλ Βίλας περιγράφει ολοκληρωμένα τους χαρακτήρες του κι ας έχουμε μόνο τα ελάχιστα στοιχεία για το παρελθόν τους. Με τις αναφορές στον «Δον Κιχώτη» μας «τσιγκλάει» να αναρωτηθούμε τι αντιπροσωπεύει για τον καθένα μας, ενώ οι προβληματισμοί του ήρωα είναι μια διαρκής υπόμνηση της ικανότητας του ανθρώπου να σκέφτεται, να κρίνει, να αμφισβητεί, ακόμη και στις πιο περιοριστικές συνθήκες, και να χαράσσει τον δρόμο του.