Επιτέλους, ένα ποιητικό βιβλίο με λόγο λαγαρό, που αναβλύζει μέσα από τα βάθη της ορφικής Μνημοσύνης. Ο Θάνατος ως ένα άλλο πεδίο, δυσήλιο, κυριολεκτικά ο Κάτω Κόσμος κι ο Χάροντας ένας δύστροπος απρόσκλητος επισκέπτης που παίρνει αυτούς που τον οχτρεύονται και παραλείπει όσους τον ποθούνε διακαώς. Κι όλ’ αυτά χωρίς κανέναν μελοδραματισμό αλλά με τη χαρμολύπη των επικούρειων και την αποδοχή των στωικών που δεν προσμένουν βοήθεια από τον ουρανό, καμία σωτηρία άνωθεν κι οι ευχές για μετά θάνατον ζωή, σ’ εκείνων την ψυχή δεν ριζώνουν. Αυτή η αρχαιοελληνική ματιά πάνω στα βαθιά φιλοσοφικά ζητήματα της ζωής και του θανάτου κομίζει φρέσκο αεράκι στην ταλανισμένη από τις ενοχές και τ’ αυτομαστιγώματα συλλογική ψυχή μας.
Ο λόγος του Ιωάννη Ψάρρα, που γεννήθηκε το 1955 στην Κούταλη της Λήμνου από γονείς Μικρασιάτες και είχε την ευτυχία να γνωρίσει τον μεγάλο μας λογοτέχνη και σημαντικό Γιώργο Ιωάννου (1927-1985) «που ήρθε και μας πήρε από το χέρι, εμένα και τον αδελφό μου Στέλιο και μας πήγε την πρώτη μέρα στο σχολείο, τον Οκτώβριο του 1962, στη Βεγγάζη της Λιβύης»…, ο λόγος του ψυχοενεργειακού εισηγητή σεμιναρίων και συμβούλου Ψυχικής Υγείας Ιωάννη Ψάρρα είναι επαρκώς διανθισμένος με τη φιλοπαίγμονα διάθεση των ανώνυμων δημοτικών ραψωδών, που ξορκίζουν τη σκοτεινιά με επαρκή δόση γέλιου και μια ουγκιά απαραίτητης ειρωνείας. Κι ο αυτοσαρκασμός δεν λείπει, απαραίτητο ιχνοστοιχείο για να μην παίρνουμε τον εαυτό μας στα σοβαρά και να συνειδητοποιούμε διαρκώς την κοσμική μηδαμινότητά μας, η οποία μετατρέπεται σε μεγαλείο αμέσως μόλις κατακτηθεί.
Στο υπό-κείμενο του λαμπρού αυτού βιβλίου, που είναι πράγματι ποιητική συλλογή κι όχι εμετοί και ξεράσματα – συρραφές από το έργο άλλων και πρόχειρες αντιγραφές αλλότριων δαφνοστεφανωμένων, συνήθως επίχρυσων ντενεκέδων [συγχωρέστε με τη γλώσσα, αλλά όταν έρχεσαι κοντά σε πολύτιμα μέταλλα κι ορυκτά δεν μπορείς παρά να οργίζεσαι με όλα τα γυαλιστερά ψέματα που παγίδευσαν την όρασή σου για ένα απροσδιόριστο διάστημα]. Ναι, είναι τόσον σημαντικός ο Ιωάννης Ψάρρας, όχι γιατί είναι διακριτικός, σεμνός και αόρατος για την επίσημη κριτική. Το κάνουν κι άλλοι, από πονηρία, μικροψυχία, ανεπάρκεια ή υπολογισμό. Κι εγώ που δεν έχω μάθει και δεν ξέρω να μετράω τα λόγια μου, θα το πω και θα το διατυμπανίσω: αν ζούσαμε σε ευνομούμενη πολιτεία κι οι θεσμοί λειτουργούσαν, αυτή η ποίηση θα ήταν στα στόματα όλων των πονεμένων γι’ αγάπη κι όλοι οι θεατρίνοι του ελληνικού χώρου θα χρησιμοποιούσαν τους στίχους του σαν τσιτάτα σε αυτοσχέδιες τραγικωμωδίες. Αυτά τα καθόλου σεμνά και ταπεινά.
Δεν θα σας δώσω αποσπάσματα αυτού του βιβλίου γιατί θα αδικούσα τη μουσικότητα και τη ρυθμολογία του. Κάθε ανάσα είναι πνοή ζωής και κάθε πέταγμα ψυχής πνευματική ακροβασία.
Κι επειδή δεν συνηθίζω να αιθεροβατώ, αλλά τυχαίνει να είμαι και λακωνικός στις κριτικές μου, θα πρέπει να συνοψίσω τονίζοντας την εγγενή δραματικότητα ενός έντεχνου λόγου που διακρίνεται για την προφορικότητά του με μια ρυθμολογία που παραπέμπει ευθέως στη δημοτική παράδοση και στον ανεξίτηλο λαϊκό πολιτισμό που δεν αλώθηκε ακόμα από ξενόφερτες ιδεοληψίες και εισαγόμενες προλήψεις-φοβίες.
Η ζωή ως μέγιστο αγαθό με τον Χάροντα να κλείνει έναν δίκαιο κύκλο. Κι όταν ο θάνατος έρχεται πρόωρα, σε βρέφη ή μωρά, ακόμα κι εκεί η άγνοια των βασάνων, η απειρία των δεινών του βίου, ακόμα και τότε το σύντομο πέρασμα από τη βιοτή μετατρέπεται σε γιορτή κι ολοφώτεινη εμπειρία.
Ο θεός ως Αγάπη, αν και δεν γίνεται άμεση μνεία στο πρόσωπό του, πλησιάζει το όραμα των Ορφικών και Πυθαγόρειων που δεν βλέπουν κανέναν Τιμωρό-Δικαστή-Δυνάστη, αλλά έναν αρχέγονο Ήλιο που φωτίζει τους πάντες ανιδιοτελώς. Κι αν είναι σκληρός, είναι μέρος του δώρου το σκληρό περιτύλιγμα, όπως τ’ αγκάθια δεν αφαιρούν από την ομορφιά του ρόδου.
Η ποίηση του Ιάκωβου Ψάρρα είναι όμορφη κι αισθητική, αντίθετα από πολλών μεταμοντέρνων γραφιάδων με υπερτροφικά παπαγάλων Βραζιλίας ή υποθυρεοειδικών ψαριών τροπικού ενυδρείου με παρδαλά χρώματα.