Διαδρομή στο χρόνο με οδηγό ένα νόμισμα
Τα τελευταία χρόνια φαίνεται ότι η Σπιναλόγκα έχει γίνει μόδα και αρκετοί είναι οι συγγραφείς που τη χρησιμοποιούν στα μυθιστορήματά τους. Ομολογώ ότι όταν διάβασα τον τίτλο του μυθιστορήματος του Κώστα Δανδουλάκη σκέφτηκα ότι δεν υπάρχει κάτι παραπάνω που μπορεί να γραφτεί για το λεπροκομείο της Σπιναλόγκας. Ο συγγραφέας όμως μου επιφύλασσε δυο εκπλήξεις. Αρχικά, στον πρόλογο αναφέρεται στο χωριό της μητέρας του, τη Σφάκα του νομού Λασιθίου, και τραβά αμέσως την προσοχή μου, γιατί αυτό το μικρό και άγνωστο μέρος είναι το χωριό και της δικής μου μητέρας. Η πραγματική έκπληξη βέβαια έρχεται όταν τελειώνω το μυθιστόρημα και αντί να έχω διαβάσει ακόμα ένα βιβλίο για τους λεπρούς της Σπιναλόγκας, έχω ολοκληρώσει μια σύντομη διαδρομή στην ιστορία της Κρήτης.
Η ιστορία ξεκινάει την εποχή των Ενετών, όταν στα 1578 ένα ενετικό πλοίο κατατροπώνει ένα από τα πειρατικά που λυμαίνονταν την περιοχή. Ο καπετάνιος των πειρατών πετά όλους τους θησαυρούς του πλοίου του στη θάλασσα. Το μόνο που δεν προλαβαίνει να πετάξει είναι ένα νόμισμα, το οποίο και καταριέται να προκαλεί το θάνατο σε όποιον το αγγίζει. Η διαδρομή των δέκα χρυσών δουκάτων στο χρόνο αρχίζει. Ο καπετάνιος του ενετικού πλοίου δεν πιστεύει εύκολα στις κατάρες και δίνει το νόμισμα στον αρχιτέκτονα που έχει αναλάβει το χτίσιμο της Φορτέτσας. Ο αρχιτέκτονας είναι από τα πρώτα θύματα: βλέπει την ερωμένη του με άλλον άντρα, τον οποίο και σκοτώνει, ενώ εκείνη στέλνεται στη φυλακή. Λίγο αργότερα, το νόμισμα βρίσκεται στα θεμέλια της Φορτέτσας, όπου δυο εργάτες επιχειρούν να το κλέψουν. Το κρύβουν σε μια σπηλιά, αλλά λίγο αργότερα σκοτώνονται. Στα 1884, δυο γενναίοι Κρητικοί σκοτώνουν δυο Τούρκους ως αντίποινα για την απαγωγή δυο μικρών αγοριών. Οι οικογένειές τους όμως πληρώνουν το τίμημα και μόνο ο ένας από τους δυο τους καταφέρνει να επιβιώσει. Κρύβεται σε μια σπηλιά κι εκεί εντοπίζει το νόμισμα, το οποίο και δωρίζει στη βαφτιστήρα του. Λίγα χρόνια αργότερα, το κορίτσι βρίσκει άσχημο τέλος από τα χέρια των Τούρκων, ενώ στις αρχές του 20ού αιώνα το νόμισμα έχει φτάσει στα χέρια ενός τοκογλύφου. Όταν θα βρεθεί με λέπρα και θα σταλεί στη Σπιναλόγκα, θα μεταφέρει και το νόμισμα μαζί του.
Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί την τριτοπρόσωπη αφήγηση και την κρητική διάλεκτο για να διηγηθεί την ιστορία του. Οι πολύ όμορφες περιγραφές των τοπίων ζωντανεύουν την περιοχή γύρω από τον κόλπο του Μεραμπέλλου. Φυσικά, οι χαρακτήρες στα σύντομα κεφάλαια του μυθιστορήματος δεν έχουν την ευκαιρία να αναπτυχθούν, αλλά έχω την αίσθηση ότι αυτός ήταν ο στόχος του συγγραφέα. Το νόμισμα ταξιδεύει από χέρι σε χέρι μέσα από σχέδια ή συμπτώσεις και οδηγεί τον αναγνώστη στα μονοπάτια της ιστορίας του νησιού της Κρήτης: από την ενετική κατοχή, στον τουρκικό ζυγό, στον ξεσηκωμό και την απελευθέρωση, στη γερμανική κατοχή και στο κλείσιμο της Σπιναλόγκας. Η δυστυχία που προκαλεί το νόμισμα μπλέκεται με τους πόνους των κατοίκων που υπέφεραν από τους διάφορους κατακτητές και από την αρρώστια της λέπρας. Έτσι, το νόμισμα φαίνεται να λειτουργεί σαν οδηγός για να γνωριστεί κάποιος με κομμάτια της κρητικής ιστορίας.
«Τα δέκα χρυσά δουκάτα της Σπιναλόγκας» είναι ένα σύντομο ιστορικό μυθιστόρημα, γρήγορο, ξεκούραστο, παρ΄ όλο που καλύπτει ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, μα πάνω απ΄ όλα είναι ένα βιβλίο που εκφράζει την αγάπη του συγγραφέα για τον τόπο του.