Τριάντα ποιήματα μετά εισαγωγής κι άνευ εισαγωγικών, ευθύβολες έννοιες, δραματικός αφηγηματικός στοχασμός.

Και μόνον οι τίτλοι δημιουργούν ένα άλλο, ευρύτερο μετα-ποίημα:

Εισαγωγή – Αποκοπή – Παράλληλος χρόνος – Τα δεδομένα μου – Σκλάβα σου – Αστέρι – Καλά, όπως όλος ο κόσμος – Όλα αλλωνών – Το φαγητό είναι έτοιμο – Παραμύθια – Καλοκαίρι ψεύτης –  Έγνοια – Τίποτα – Φτερά – Νοικοκυρεμένα – Σακούλα – Αυγουστιάτικη Πανσέληνος – Σημεία στίξης – Βοήθεια – Ευχή από αγαπημένο πρόσωπο – Μετάβαση – Το δέντρο θέλει – Καινούριοι  μαρκαδόροι – Μικρός πανικός – Παιδικό δωμάτιο – Λευκός καμβάς – Προσδοκίες και σχέδια – Αναλογία – Από χώμα – Από νερό – Δυνατότητα – Θαύμα.

Αντιπροσωπευτικό δείγμα γραφής το μακρό αφηγηματικό ποίημα με τίτλο «Καινούργιοι μαρκαδόροι» (στις σελίδες 38-40):

Όταν είναι αυτός στην τάξη

παίρνεις του καινούριους μαρκαδόρους

και κάθεσαι μόνη σου στο τραπέζι να ζωγραφίσεις

 

Τον αφήνεις να κάτσει στο τραπέζι

που κάθονται οι δίδυμες

Τόσο πιστές σε αυτόν, δεν του χαλάνε ποτέ χατίρι

τις μισείς που μπορούν να δείχνουν την αγάπη τους

έτσι απροκάλυπτα

 

Αυτές όμως δεν του έχουν εξασφαλίσει

τους καινούριους μαρκαδόρους…

Όταν αυτός το ανακαλύπτει γίνεται έξαλλος

φωνάζει, κάνει σαματά, θυμώνει και ξεστομίζει

«Δεν σας αγαπάω πια!»

 

Τότε τον αφήνεις να απαντήσει

στις ερωτήσεις της ώριμης Έλενας

που πάντα, όταν αυτός κλαίει

εκείνη θυμάται να γίνει γλυκιά και στοργική:

«Τι έπαθες Νικόλα;»

Εκείνος με φωνή δυνατή ανάμεσα σε αναφιλητά

και μύξες να τρέχουν

δηλώνει ότι δεν έχει καινούριους μαρκαδόρους

για να μπορέσει να ζωγραφίσει

δήλωση που κάνει τις δίδυμες να τον αγαπήσουν

ακόμα πιο παράφορα

και την Έλενα να τρέξει κοντά του

και να ψάξει στη μολυβοθήκη

να του βρει τους καλύτερους μαρκαδόρους

και να του αποδείξει ότι

«κοίταξε πόσους έχεις, δεν είναι όλοι χαλασμένοι»

 

Πόσο πολύ σε εκνευρίζει αυτό

η επιμονή και η υπομονή των ανθρώπων σε πράγματα

που για εσένα δεν σημαίνουν τίποτα.

 

Το ίδιο εκνευρίζεται και εκείνος μαζί της

παρότι στην αρχή το ενδιαφέρον της την κολάκεψε…

«Όχι, όχι, όχι. Είναι παλιοί, δεν θέλω!»

Έπειτα ακούγεται η φωνή της αέρινης Σταυρούλας

που τον προσκαλεί στο δικό της τραπέζι

χωρίς επιχειρήματα, απλώς με τον αέρα του αέρα της

 

Πόσο εκνευρίζεσαι και με αυτό

η πεποίθηση ότι μπορούν οι άνθρωποι

να έχουν αυτό που θέλουν

γιατί…. Έτσι, απλώς έτσι, δίχως προσπάθεια και λόγο

 

Το ίδιο εκνευρίζεται και εκείνος μαζί της.

Πώς τολμά η Σταυρούλα να σκεφτεί

ότι δίχως κίνητρο θα πήγαινε στο τραπέζι της;

«Γιατί να έρθω; Όχι, όχι, όχι δεν θέλω!»

 

Είναι η ώρα σου

το ξέρεις ότι οι υπόλοιπες σειρήνες θα σωπάσουν

και ο Οδυσσέας είναι πια δικός σου:

«Νικόλα, αν θέλεις έλα στο δικό μου τραπέζι

έχω καινούργιους μαρκαδόρους και είμαι μόνη μου»

 

Ακούει αυτό που θέλει

από εσένα, που δεν σε θέλει

γιατί ξέρει ότι όταν τρέχεις τον περνάς

γιατί στο κρυφτό τον βρίσκεις

γιατί δεν τον κυνηγάς

 

Και έτσι, σου απαντάει:

«Όχι, όχι, όχι δεν θέλω

δεν σε θέλω!»

 

Τον κοιτάς πασαλειμμένο στα δάκρυά του, στις μύξες του

στις κοκκινίλες του, στους σπασμούς τού προσώπου του

και σκέφτεσαι

πόσο αξιολύπητος είναι σε αυτή την κατάσταση

την απόσταση που χωρίζει τα τραπέζια σας

ότι και οι δύο κάθεστε μόνοι σας

 

Σταματάς να ζωγραφίζεις με κόκκινο που είναι το χρώμα του.

Συνεχίζεις με μπλε

όμοιο με εκείνο τού φορέματός σου

 

Έτσι, χωρίς τελεία, κλείνει αυτό το αριστουργηματικό ποίημα, όασις στην άνυδρη ερημία της σημερινής ποιητικολογίας.

Το ασύνδετο στοιχείο και η επιλεκτική αλλά όχι απόλυτη απουσία στίξης δείχνει τον δραματικό τόνο και την αφηγηματική προοπτική. Ο επαρκής αναγνώστης-θεατής προσθέτει τον δικό του «σωματικό» ρυθμό στο κείμενο που διαφοροποιείται σε απειρία φασμάτων-αντανακλάσεων στον καθρέφτη του υποκειμενικού χωροχρόνου.

Ήδη από τη συμβολική καθαρότητα του τίτλου είναι πασιφανείς οι συγγραφικές προθέσεις. Μακριά από κάθε νεωτερική ή μετανεωτερική πολυπλοκότητα και θολότητα, η μόνη ασάφεια που χαρίζεται είναι η πολυσημία του μεμονωμένου νοήματος κάθε λέξης, όπως αν-οικειώνεται με τον προσεγμένο διασκελισμό και την απουσία της κατεστημένης στίξης.

Το όποιο παράλογο εμφιλοχωρεί στον ανοίκειο συνδυασμό αταίριαστων λέξεων ή εκφράσεων, πλεονασμοί και παρηχήσεις μοιάζουν ανώδυνες, συμβάλουν όμως τα μάλα στη δημιουργία ενός απολύτως διακριτού ύφους με έντονο το στοιχείο της παιδικής αφηγηματικής αθωότητας. Προσοχή! Η καλή ποιήτρια δεν μιμείται την ανεπεξέργαστη γραφή, την προσομοιάζει με τον αντεστραμμένο είδωλο στον καθρέφτη της γλωσσομάθειάς μας.

Η ποίηση λειτουργεί συνεκδοχικώς (το μέρος αντί τού Όλου) όταν Ποίησις είναι.