Στις 31 Μαρτίου 1854, με τη Σύμβαση της Καναγκάβα, ολοκληρώνεται μια μακρά περίοδος απομονωτισμού της Ιαπωνίας από τον υπόλοιπο κόσμο και ανοίγουν οι πόρτες στις διεθνείς εμπορικές συμβάσεις που μέχρι πρότινος η χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου απέκρουε με βδελυγμία.

Για την ιστορία και μόνο αξίζει να τονισθεί πως τούτο συνέβη όταν ο Μάθιου Πέρι και τα «Μαύρα Πλοία» του ναυτικού των ΗΠΑ εξανάγκασαν τους Ιάπωνες να ανακρούσουν πρύμναν.

Μεταγενέστερες παρόμοιες συνθήκες με τις δυτικές χώρες κατά την περίοδο του Μπακουμάτσου έφεραν ποικίλες οικονομικές και πολιτικές κρίσεις. Η παραίτηση του σογκούν (ανώτερος στρατιωτικός ηγέτης) οδήγησε στον πόλεμο Μποσίν και στη δημιουργία ενός συγκεντρωτικού κράτους που ενοποιήθηκε στο πρόσωπο του αυτοκράτορα (η γνωστή ως «Αποκατάσταση Μεϊτζί»).

Την περίοδο προ αυτής της οβιδιακής αλλαγής καλύπτει το μακροσκελές μυθιστόρημα του Ντέιβιντ Μίτσελ «Τα χίλια φθινόπωρα του Γιάκομπ ντε Ζουτ», το οποίο ξεκινάει από το 1799 και ολοκληρώνεται το 1817. Ο τίτλος δεν είναι παραπλανητικός: όντως, ο Ολλανδός ειδικός οικονομικός υπάλληλος Γιάκομπ ντε Ζουτ είναι ο κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος. Όσο για τα «χίλια φθινόπωρα», είναι ένας χαρακτηρισμός που έχουν προσδώσει οι Ιάπωνες στη χώρα τους. Ο Ντε Ζουτ, ένας άκρως φιλελεύθερος και πνευματικός άνθρωπος, ανιψιός πάστορα, καταφτάνει στο τεχνητό νησί Ντετζίμα για να διακριβώσει το μέγεθος των οικονομικών ατασθαλιών που έχουν προκαλέσει οι προηγούμενοι εκπρόσωποι της ολλανδικής εμπορικής εταιρείας των Ανατολικών Ινδιών. Αξίζει να σημειωθεί πως εκείνη την περίοδο η Ολλανδία κατείχε το εξαιρετικό προνόμιο να έχει εμπορικές σχέσεις με την Ιαπωνία, όμως και στη δική της περίπτωση τα στεγανά ήταν αρκούντως δεσμευτικά. Οι Ολλανδοί δεν μπορούν να φύγουν από την Ντετζίμα, η στενή γέφυρα που ενώνει το νησί με το Ναγκασάκι είναι γι’ αυτούς απαγορευμένη και αδιάβατη. Έχουν μονίμως γύρω τους διερμηνείς που λειτουργούν, ενίοτε, και ως πράκτορες. Ουδείς μπορεί να μάθει τη γλώσσα του άλλου, ενώ οι θρησκευτικές ελευθερίες είναι ένα κενό γράμμα. Ο ντε Ζουτ, με την ελπίδα να βγάλει κάποια χρήματα για να παντρευτεί την καλή του, δέχεται να μεταβεί σε αυτή την εσχατιά, έστω και για κάποιο σημαντικό χρονικό διάστημα. Θα μπορούσε να περιμένει τα πάντα σε τούτο τον άγνωστο και κάπως παράδοξο τόπο, αλλά όχι αυτά που τελικά του συμβαίνουν και τα οποία του αλλάζουν δραστικά τη φυσιογνωμία. Γνωρίζει την Ορίτο, μια θελκτική μαία (παρά το σημάδι που φέρει στο πρόσωπο), αλλά δεν μπορεί να την προσεγγίσει λόγω των δεσμεύσεων που επιβάλλει η ιαπωνική κοινωνία. Γνωρίζει τον Μαρίνους, έναν τυχοδιώκτη γιατρό ο οποίος είναι απόλυτα προσηλωμένος στην επιστήμη του και στο πώς θα καταφέρει να μεταλαμπαδεύσει την πρόοδό της στους «κλειστούς» Ιάπωνες μαθητές του. Μαθήτριά του, κατά παράβαση των νόμων, είναι ακόμη και η Ορίτο. Τριγύρω από τον ντε Ζουτ κινείται ένας ολόκληρος χορός ανθρώπων. Οι Ολλανδοί ναυτικοί όλων των βαθμίδων που προσδοκούν το κέρδος έναντι των Ιαπώνων. Οι άρχοντες της χώρας που τους φιλοξενούν οι οποίοι επιδιώκουν να διατηρήσουν την αυτονομία της χώρας. Άρχοντες που έχουν αποκτήσει δύναμη έναντι  των γυναικών που τις χρησιμοποιούν ως όργανα αναπαραγωγής, τη στιγμή μάλιστα που τα παιδιά που γεννούν τούτες οι έγκλειστες γυναίκες θανατώνονται προς χάριν μιας αιματοβαμμένης θρησκοληψίας. Όλο το μυθιστόρημα είναι καλυμμένο από έναν υμένα εγκλεισμού. Ο τόπος είναι περίκλειστος, οι τροπισμοί είναι μετρημένοι και προκαθορισμένοι, διάβαση για να μπορέσει κανείς να εκφράσει τα συναισθήματά του δεν υπάρχει. Στο βάθος της εικόνας, όμως, οι μεγάλες αλλαγές έρχονται και θα οδηγήσουν σε κατάρρευση πολλές από τις παλιές βεβαιότητες. Έχουμε να κάνουμε με την έναρξη των Ναπολεόντειων Πολέμων, την παρακμή της Ολλανδίας και την άνοδο της Αγγλίας που επιθυμεί να βάλει χέρι στα πλούσια κοιτάσματα της Ιαπωνίας και να παίξει καθοριστικό ρόλο στο εμπόριο της περιοχής. Οι ήρωες του μυθιστορήματος θα περιδινηθούν γύρω από αυτές τις αλλαγές. Ο ακραιφνής ντε Ζουτ, που λόγω της ακεραιότητας που θα επιδείξει στα καθήκοντά του θα αποξενωθεί από τον περίγυρό του, αλλά τελικά θα ενδυθεί έναν ηρωικό, τρόπον τινά, ρόλο που θα τον αναδείξει. Η Ορίτο, έπειτα από πολλές περιπέτειες και βάσανα που θα υποστεί, θα βρεθεί τελικά σε ένα ξέφωτο.

Το μυθιστόρημα δέχθηκε αντικρουόμενες κριτικές στη Βρετανία. Μπορεί ο Μίτσελ να ανήκει στην crème de la crème των νέων λογοτεχνών της Γηραιάς Αλβιόνας, ωστόσο τα «Χίλια φθινόπωρα» έγιναν δεκτά με σκεπτικισμό λόγω του γεγονότος ότι σε ένα πολυσέλιδο μυθιστόρημα δεν καταφέρνει να «γεμίσει» με ζωή όλους τους ήρωές του και να τους δώσει τα απαραίτητα λογοτεχνικά άλλοθι για τις ενέργειές τους. Τω όντι, κάτι τέτοιο συμβαίνει. Υπάρχουν αμήχανες στιγμές στο μυθιστόρημα και άλλες που ο Μίτσελ καταφέρνει να αποτυπώσει με πιστότητα και γλαφυρότητα τον μακρινό και εν πολλοίς άγνωστο κόσμο της Άπω Ανατολής.

Η Μαρία Ξυλούρη φέρνει στην ελληνική επιφάνεια αυτό το πολυπλόκαμο μυθιστόρημα με τρόπο απόλυτα θαυμαστό. Κρίνοντας εκ των υστέρων, δικαίως έλαβε το Κρατικό Βραβείο για τη συγκεκριμένη μετάφραση. Το εύρος των σημειώσεων, το επίμετρο που συνέγραψε, αλλά και ο τρόπος που πλάθει τα νοήματα του βιβλίου με την ελληνική γλώσσα, δίνουν ένα αποτέλεσμα που θα έλεγε κανείς ότι είναι ανώτερο από το ίδιο το βιβλίο.