Στο βιβλίο του ο Κώστας Ποντικόπουλος περιγράφει όλη τη γειτονιά όπου μεγάλωσε, γύρω από την πλατεία του Αγίου Παντελεήμονα, στο κέντρο της Αθήνας, αναμειγνύοντας πρόσωπα, παιχνίδια, προσωπικές ιστορίες, εποχές. Ο χαρακτηρισμός «όλη» είναι κυριολεκτικός. Είναι οι δρόμοι, τα κτίρια, οι διάφορες πλευρές της πλατείας, ο «μεγαλύτερος τρούλος» των Βαλκανίων. Είναι οι άνθρωποι που έζησαν σε αυτά, οι γείτονες, οι φίλοι, οι πρώτοι έρωτες και οι οικογένειές τους Σε 73 σελίδες ο συγγραφέας-αρχιτέκτονας καταφέρνει να αποτυπώσει μιαν εικόνα που έμεινε ανεξίτηλη στη μνήμη και τις ριζικές αλλαγές που επήλθαν στην ανθρωπο- και τοπιο-γραφία της περιοχής. Δεν νοσταλγεί, δεν μεμψιμοιρεί. Ξέρει πως όλοι χωράνε στην Πλατεία, όπως και όλα τα παιδιά στην ποδοσφαιρική ομάδα που είχαν σχηματίσει οι πιτσιρικάδες της συνοικίας, ότι δεν είναι ιδιοκτησία κανενός. Είναι ένα μάθημα που δεν μαθαίνεται στα σχολεία, ούτε υπαγορεύεται από λογής εξουσίας. Έρχεται επειδή το παιδί ζει, μοιράζεται με τους άλλους. Γράφει στη σελ. 63: «Γιατί για μας, σπίτι δεν ήταν ότι κλείναν τα ντουβάρια. Σπίτι ήταν η πλατεία, ο δρόμος η γειτονιά. Σπίτι ήταν  εκεί που ήταν η ζωή, το παιχνίδι, η μπάλα, τα κορίτσια. Σπίτι μαζί και σχολείο, σχολείο όχι εκείνο που πηγαίναμε με τις ποδιές και τα γιακαδάκια, αλλά σχολείο που μαθαίναμε να ζούμε, να μετριόμαστε και να μοιραζόμαστε μαζί με άλλους ανθρώπους σε ισορροπία. Εκτεθειμένοι ασφαλείς». Νομίζω πως το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό αυτού του βιβλίου είναι πώς αυτό που έχουμε ζήσει γίνεται αποσκευή που την παίρνουμε μαζί μας όπου πάμε, ενώ η πλατεία «θα είναι εκεί σε πείσμα όλων και θα είναι όλων, πείσμα κάποιων» (από το οπισθόφυλλο).