Χωρίς φτερά στον ουρανό της μοναξιάς

Σκέφτομαι την εξαίσια Μόνικα Βίτι όπως υποδύεται τη Βιτόρια στην «Έκλειψη» του Αντονιόνι. Μόνη στην έρημο της απαστράπτουσας και συνάμα ρηγματωμένης μεγαλούπολης. Οι βεβαιότητες έχουν σωθεί, η τάξη έχει διαρραγεί, μια ολική έκλειψη προβάλλει πάνω στα πρόσωπα, στις φιγούρες που περνούν, στα ίδια τα αντικείμενα. Μια απόλυτη αποπροσωποποίηση πριν φτάσει και τελικά περάσει τη μεθόριο που χωρίζει την άβολη ευταξία από την αποδοχή του οικείου τέλματος.

Οι γυναίκες της Αναστασέα στα «Άγρια περιστέρια» είναι… πτηνά της πόλης με τσακισμένα φτερά. Έχουν χάσει, έχουν χαθεί και μια αβεβαιότητα κείται πάνω από τις ζωές τους. Μια τελευταία κίνηση, μια πράξη απελπισίας (ή, μήπως, πράξη κάθαρσης;) και η μοναξιά ενός βίου θολού και ακαθόριστου εμφανίζεται ως μια αγωνιώδης νύξη.
Έξι ιστορίες, έξι γυναίκες (οι άνδρες είναι πάντα η αφορμή, στέκουν στο πίσω μέρος του κάδρου), έξι δράματα εν προόδω. Δεν γνωρίζονται μεταξύ τους, δεν κινούνται στο ίδιο κοινωνικό πλαίσιο, κι όμως μια αδιόρατη γραμμή τις ενώνει: είναι αυτό το οριακό δέος μπρος στο ίζημα της μοναξιάς και του δράματος που κατακάθεται στις ζωές τους.

Μια μάνα αποφασίζει να δώσει σκληρή αλλά λυτρωτική λύση στην κόλαση που βιώνει το εξαρτημένο από τα ναρκωτικά παιδί της. Μια γυναίκα δεν μπορεί να συμφιλιωθεί με το χαμό του κοριτσιού της. Συνεπικουρούμενη από τον άνδρα της που παίζει καθημερινά, για χάρη της, θέατρο, ζει και ξαναζεί σκηνές του παρελθόντος που τις προβάλλει ως ζώσες καθημερινότητες.  Μια καρατερίστα ηθοποιός, για πρώτη φορά στην καριέρα της, αναλαμβάνει να υποδυθεί τον άκρως απαιτητικό ρόλο της Μάρθας στο «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ» του Άλμπι. Η προοπτική να λουστεί –επιτέλους– από τα φώτα της ράμπας τής προκαλεί τρόμο και μια σωματοποιημένη κατάθλιψη. Μια γυναίκα προσλαμβάνει έναν αλλοδαπό για τις βαριές δουλειές του σπιτιού. Τη στιγμή που αρχίζει να νιώθει κάτι γι’ αυτόν και θέλει να τον πλησιάσει, αντιλαμβάνεται πως ονειρευόταν δίχως να γνωρίζει πως ο άνδρας είναι παντρεμένος. Μέσα της κάτι γκρεμίζεται: η υφή των συντριμμιών είναι ίδια με της ζωής της. Ένας τυραννικός άνδρας οδηγεί τη γυναίκα του στα πέρα βάθη του εαυτού της. Θέλει να τον εκδικηθεί αλλά τελικά χάνεται η ίδια από ατύχημα που κανείς δεν πιστεύει. Δύο γυναίκες και ένα ανάπηρο παιδί. Η μία βοηθάει τη νύφη της που της έλαχε η κακή μοίρα στο πρόσωπο του παιδιού της. Τι θα απογίνει, όμως, όταν η άλλη γυναίκα γνωρίσει τον έρωτα της ζωής της και παρατάει τα πάντα; Το παιδί μπαίνει στο ίδρυμα, η μια γυναίκα ξανανιώνει από το μέλι της νέας σχέσης και η άλλη στέκει αντιμέτωπη με τη στατική ισχύ της μοναξιάς της.

Με τρόπο δωρικό και άλλοτε με μια θεατρικότητα που αναδεικνύει όλη την καταπιεσμένη ένταση των ηρωίδων, η Αναστασέα «εισβάλλει» στις ζωές τους όχι για να τις περιγράψει ακολουθώντας ρεαλιστικά μοτίβα, αλλά κεντρίζει με λέξεις τον εσώτατο πυρήνα που τις συνέχει. Η απομάκρυνση από την προφάνεια της καθημερινότητάς τους, προσδίδει σε αυτές τις γυναίκες όλη τη δραματική υφή που τις καθορίζει. Δεν είναι αυτά που ζουν αλλά αυτά που νιώθουν και αισθάνονται. Ο εσωτερικός βίος τους είναι γεμάτος ρωγμές και χάσματα – ένα βήμα ακόμη και θα γκρεμιστούν. Κάποιες φορές το κάνουν ασμένως, άλλες διότι δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς: είναι μοιραίο και κατακρημνιστούν. Πάθη που δεν βρήκαν διέξοδο, καταναγκασμοί που προκάλεσαν παραζάλη, η επονείδιστη επαναληπτικότητα μιας ζωής που δεν οδηγεί πουθενά, ο ακοίμητος ερωτισμός που δεν βρίσκει ανταπόκριση. Κάπως έτσι τα εξημερωμένα περιστέρια κάποια στιγμή αγριεύουν, καθώς συνειδητοποιούν πως τα φτερά που φέρουν τούς είναι πλέον άχρηστα και άλλο ταξίδι στους ουρανούς δεν μέλλεται να δοκιμάσουν.