«Τα αδέσποτα ποιήματα» είναι ο τίτλος της νέας ποιητικής συλλογής της Τζούτζη Μαντζουράνη, από τις εκδόσεις Φίλντισι. Άλλο ένα εκφραστικό τόλμημα από την ποιήτρια που αν συνθέσω στοιχεία από τις προηγούμενες δουλειές της, επισημαίνω ότι μέσα από το συνολικό έργο της εκείνο που μου μένει είναι ότι δεν φοβάται να πει τα πράγματα με το όνομά τους, εκφρασμένα μέσα από έναν ποιητικό λόγο γεμάτο ευαισθησία ο οποίος, σαν απόηχος αυτογνωσίας, έρχεται να χαρίσει στα περισσότερα μοτίβα το χαρακτηριστικό της υπαρξιακής αναζήτησης του εαυτού μέσα από την έμπειρη γνώση που της άφησε μέχρι τώρα η ζωή.

Μια ήρεμη μελαγχολία διαπνέει τα περισσότερα ποιήματα καθώς τα θεματικά τους μοτίβα έχουν να κάνουν με την αναζήτηση των δύο βασικών στοιχείων με τα οποία ασχολείται η ποίηση, τον έρωτα και το θάνατο σε όλες τις παραμέτρους που περικλείονται σε αυτά. Το χάσιμο και το κέρδισμα της ψυχής, ο αγώνας για τη ζωή, οι γλυκόπικρες γεύσεις του έρωτα, οι συμβολισμοί από το σκοτάδι στο φως ή το αντίθετο από το φως στο σκοτάδι, με επιμέρους θεματικά μοτίβα αναφερόμενα στη θλίψη, τη μοναξιά, την καρτερία, τη φθορά. Σαν ελεγεία παράπονου εκφρασμένου λες από ένα μοναχικό άτομο που έχει νιώσει στο πετσί του την αποξένωση, η αισιόδοξη Τζούτζη καταφέρνει να αποδώσει με σαφήνεια την απόρροια και τις συνέπειες που άφησαν μέσα στο χρόνο η μνήμη και η γνώση και υποπίπτουν από την ποιήτρια και τα δύο ως υλικό που μετουσιώνεται σε ποίηση.

Με τη χρήση καθημερινών λέξεων που κυριολεκτικά χρησιμοποιούνται, προσδίδει ακρίβεια και σαφήνεια στα περιεχόμενα των ποιημάτων της και σε συνδυασμό με τις εικόνες που δημιουργούν, απογειώνουν με επιτυχία την ποιητική γλώσσα ανάλογα με όσα θέλει να πει κάθε φορά.

Η συλλογή στην ουσία αναφέρεται στο ανοίκειο στερητικό περιβάλλον της σύγχρονης ψυχής που δημιουργεί αίσθημα πνιγμού και ασφυξίας όπως οι λέξεις: «άδεια δωμάτια, απόντες εμείς, θολή και σκούρα θλίψη, κι εκείνη η αυλακιά ανάμεσα στα φρύδια όλη η φουρτούνα της ζωής, σκοτάδι μέσα μου πηχτό».

Λόγος λιτός, καθαρός, απέριττος, δίχως βεμπαρλισμούς και κοσμητικά επίθετα, αλλά σαν επιστήθια χαμηλή και ζεστή λαϊκή ομιλία, δεμένη σε έναν αδέσποτο τίτλο, με πρωτοπρόσωπο ύφος (ακόμη κι όταν είναι γραμμένο σε τρίτο πρόσωπο), όπου το ποιητικό υποκείμενο και η ποιήτρια ταυτίζονται αναλόγως κάθε φορά από την εσωτερική παρόρμησή της.

Απ’ όλα όσα διάβασα συμπεραίνω πως σε αυτή τη συλλογή της προκύπτει η εκφορά ενός πονεμένου ποιητικού λόγου, ευαίσθητου, όπου στίχο-στίχο η ποιήτρια ξεδιπλώνει τον εαυτό της με διάθεση αποδοχή της ζωής και κυρίως της απώλειας σε κάθε της έκφανση.

Η Τζούτζη Μαντζουράνη είναι μια ποιήτρια που δίκαια κατακτά μια ξεχωριστή θέση ανάμεσα στους ποιητές της γενιάς της.