Ξέφρενη καταδίωξη

Tα «39 σκαλοπάτια» του Τζων Μπιούκαν θεωρούνται σήμερα ένα κλασικό έργο, το πρώτο κατασκοπευτικό μυθιστόρημα που γνώρισε τόσο πλατιά διάδοση και θεμελίωσε το είδος της περιπέτειας καταδίωξης. Γραμμένο στα 1915, λίγο πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, θα διαβαστεί κατά κόρον κατά τη διάρκεια του πολέμου, θα γνωρίσει αρκετές κινηματογραφικές και θεατρικές διασκευές, ενώ οι συγγραφείς που θα ασχοληθούν αργότερα με το είδος θα αναγνωρίσουν σε αυτό τον ιστορικό τους πρόδρομο.

Ο Ρίτσαρντ Χάνεϊ έχει επιστρέψει πρόσφατα στην Αγγλία από τη Νότια Αφρική, όπου εργαζόταν ως μηχανικός ορυχείων. Έχοντας κάνει μια μικρή περιουσία και περιμένοντας η επιστροφή στην πατρίδα να τον αναζωογονήσει, βρίσκεται να τριγυρνά στο Λονδίνο και όλα να του φαίνονται βαρετά και ανούσια, τόσο που σκέφτεται να ξαναγυρίσει στην Αφρική για να ξεφύγει από αυτή τη ράθυμη, αστική καθημερινότητα που δεν του προσφέρει κανένα ενδιαφέρον. Ξαφνικά, όμως, η περιπέτεια θα χτυπήσει την πόρτα του διαμερίσματός του με τη μορφή ενός περίεργου Αμερικανού, που μένει στον από πάνω όροφο και ο οποίος, φοβισμένος, θα του ζητήσει μια μικρή εξυπηρέτηση.

Ο Φράκλιν Π. Σκάντερ θα διηγηθεί στον Χάνεϊ πώς έχει ανακαλύψει μια καλά στημένη συνωμοσία από μία ομάδα Γερμανών κατασκόπων με σκοπό να παρασύρουν την Αγγλία σε πόλεμο. Η αφορμή θα δοθεί με τη δολοφονία του Έλληνα πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καρολίδη(!) που αναμένεται να επισκεφτεί το Λονδίνο σε λίγες μέρες (ο Καρολίδης εμφανίζεται ως ένας ισχυρός παίκτης στην πολιτική σκακιέρα, κυρίως των Βαλκανίων, ενώ η σημείωση του μεταφραστή μας ενημερώνει πως πηγή έμπνευσης αποτελεί ο Ελευθέριος Βενιζέλος). Ο Σκάντερ έχει καταφέρει να σκηνοθετήσει τον θάνατό του, έχοντας αφήσει ένα άλλο πτώμα στο δικό του διαμέρισμα, και ζητά από τον Χάνεϊ να τον κρύψει για ένα διάστημα μέχρι να καταφέρει να αποτρέψει πλήρως τα σχέδια των συνωμοτών.

Κι έτσι θα γίνει. Τέσσερις μέρες αργότερα, επιστρέφοντας από την πρωινή του βόλτα, ο Χάνεϊ θα βρεθεί μπροστά σε μια άσχημη τροπή της υπόθεσης: ο Αμερικανός βρίσκεται σωριασμένος στο σαλόνι με ένα μαχαίρι στην καρδιά. Προφανώς, εκείνοι που ήθελαν να τον βγάλουν από τη μέση σκέφτηκαν έτσι να παγιδεύσουν και τον ίδιο. Ο Χάνεϊ βλέπει κάποιους περίεργους τύπους να τριγυρνούν έξω από το κτήριο και φοβισμένος από την ανακάλυψη του πτώματος, αποφασίζει πως δεν έχει άλλη επιλογή, πρέπει να αναλάβει δράση. Καταφέρνει να διαφύγει, αφού πρώτα πάρει μαζί του το κρυπτογραφημένο σημειωματάριο του νεκρού. Είναι πλέον ένας φυγάς.

Η εξέλιξη της πλοκής συνεχίζεται στη σκοτσέζικη ύπαιθρο, μέσα στα δάση, στους λόφους και στα ποτάμια, που ο ήρωας θεωρεί ασφαλέστερο μέρος για να κρυφτεί. Γρήγορα όμως οι διώκτες του, ο πυρήνας των Γερμανών κατασκόπων, θα βρεθούν στα ίχνη του, είτε από αέρος, μέσω ενός μικρού αεροπλάνου που πετά χαμηλά, είτε από ξηράς. Το κρυφτό-κυνηγητό του Χάνεϊ περιλαμβάνει συναντήσεις με διάφορους συνηθισμένους ή εκκεντρικούς τύπους της περιοχής – ο λόγιος πανδοχέας, ο ριζοσπάστης υποψήφιος πολιτικός, ο διοπτροφόρος συντηρητής δρόμων, ο φαλακρός αρχαιολόγος κι ένας ψαράς με ψεύτικα δολώματα θα του προσφέρουν άλλοτε ένα σημείο για να ξαποστάσει κι άλλοτε μια επαρκή κάλυψη. Εν τω μεταξύ, το κρυπτογραφημένο σημειωματάριο αποκαλύπτει σταδιακά τα μυστικά του, το μυστικό σχέδιο των συνωμοτών έχει αρχίσει να ξεδιπλώνεται και ένας αγώνας δρόμου για την αποτροπή των εξελίξεων διατηρεί το ενδιαφέρον του αναγνώστη…

Σύμφωνα με τον Γκράχαμ Γκριν, που είδε στα «39 σκαλοπάτια» το βιβλίο που δημιούργησε το είδος στο οποίο πάτησε αργότερα ο ίδιος και άλλοι συγγραφείς, «ο Τζων Μπιούκαν ήταν ο πρώτος που αντιλήφθηκε την τεράστια δραματική αξία της περιπέτειας που εξελίσσεται σε οικεία περιβάλλοντα και περιλαμβάνει συνηθισμένους ανθρώπους». Κι όντως, από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία του βιβλίου είναι αυτή η αντίθεση ανάμεσα σε μία ειρηνική και με αργούς ρυθμούς επαρχία με τους ανθρώπους της, που ακολουθούν το καθημερινό τους πρόγραμμα, και στις δραματικές εξελίξεις που υποκρύπτει η πολιτική αρένα, στις πολεμικές μηχανές που ετοιμάζονται στα παρασκήνια.

Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση δημιουργεί την κατάλληλη οικειότητα με τον βασικό ήρωα, που είναι ένας ενδιαφέρον χαρακτήρας, παρόλο που δεν παρουσιάζεται σε βάθος. Σε αυτή την ιστορία δεν έχουν θέση οι εσωτερικές αναλύσεις και οι ψυχολογικές διακυμάνσεις όσο τα γεγονότα, που φλερτάρουν κυρίως με το εξωφρενικό και το απίθανο, παραμένοντας ωστόσο μέσα στα όρια του ρεαλιστικού.

Τα «39 σκαλοπάτια» διαθέτουν τη χάρη και τη νοσταλγία του παρελθόντος σχετικά με τα κατασκοπευτικά μυστήρια και τις παγκοσμίων διαστάσεων συνωμοσίες, που αρκετά χρόνια αργότερα θα γνωρίσουν μεγαλύτερη καλλιτεχνική και εμπορική εκμετάλλευση.