Τι είναι η Ποίηση και γιατί μας αφορά

Από τα «Άλογα στον Ιππόδρομο» (εκδ. Ερμής) του 1973, στην ετυμολογία του καλπασμού τους. Από την κατάθεση στην εξήγηση και από τον ποιητικό κάματο στο ξαπόσταμα: όσο διαρκεί μια στιγμή ενατένισης αυτού που έκανε, που τον περιβάλλει, που γέννησε τους στίχους, τον ρυθμό, το σώμα της ποίησής του και μέσω αυτής γεννήθηκε κι εκείνος.

Η «Συνηγορία Ποιήσεως» του Μάρκου Μέσκου περιέχει κι ένα καταφατικό «υπέρ αυτής», διότι άνευ αυτής τίποτα περαιτέρω δεν μπορεί να υπάρξει. Σίγουρα όχι ο ποιητής. Ο Εδεσσαίος Μέσκος, σαράντα και κάτι χρόνια από την έκδοση της πρώτης ποιητικής συλλογής του, και αφού χρειάστηκε να αναμετρηθεί πολλάκις με το μέγα θαύμα και μέγα τραύμα της ποίησης, και αφού έγινε θεράποντας, θύμα, θύτης και θαυματουργός, έφτασε σε εκείνο το σημείο όπου έκρινε πως πρέπει να εξηγήσει και να εξηγηθεί. Τούτο το μικρό και άκρως καλαίσθητο βιβλίο (περιλαμβάνει και σχέδια του ποιητή) μοιάζει να είναι ένα προγεφύρωμα πριν από την τελική έφοδο. Μεταξύ του πριν, του τώρα και του αβέβαιου μετά. Στο ενδιάμεσο της ζωής και του θανάτου. Ντυμένος με την αντίθεση του λευκού με το μαύρο, ο Μέσκος στοχάζεται με θαυμαστή πύκνωση σκέψης και γραφής για το τι είναι πραγματικά η ποίηση, ποιος είναι ο ποιητής, τι σημαίνουν οι λέξεις του, ποιες οι έξεις του και τα δηλητήρια που τον σώζουν. Υπάρχει ορισμός; Μοιάζει με αντανάκλαση της αντανάκλασης η προσπάθεια να ορίσεις τι είναι ποίηση. Πώς να εξηγήσεις το άρρητο; Πώς να κάνεις συγκεκριμένο το άλεκτο; Η ποίηση γράφεται, διαβάζεται, τυπώνεται, υπάρχει – κι όμως, την ίδια ακριβώς στιγμή, καταφέρνει πάντα να ξεγλιστράει. Να γίνεται ρευστή, να τρέχει από τα δάχτυλα του δημιουργού και του αναγνώστη – πάντα να τρέχει.

Ο Μέσκος έχει να επιδείξει μια θαυμαστή παρακαταθήκη στίχων που συναγωνίζονται τον χρόνο, Χαμηλόφωνος ο ίδιος, καταφέρνει να εκπέμπει ένα ποιητικό φως σταθερής και σημαντικής ισχύος. Τώρα, καταθέτει μια άλλη πτυχή της τέχνης του που μπορεί να έχει ψήγματα δοκιμιακού και αποφθεγματικού λόγου, εντούτοις δύσκολα μπορεί να αποχωριστεί την ποιητική δορά του. Αρκετά από τα σπαράγματα σκέψεων του συγκεκριμένου βιβλίου μπορούν να διαβαστούν και ως ποιήματα ή, έστω, σχεδιαγράμματα μελλοντικών ποιημάτων. Τι είναι η Ποίηση; Η κακιά η ώρα; Αυτή που πάντα θα είναι ανώτερη του ποιητή και κάποιες φορές θα παλεύουν μεταξύ τους; Είναι μια πράξη των αμαρτωλών η Ποίηση; Μια «ανισόρροπη» προσήλωση; Και ποιες πηγές τη ραντίζουν καθημερινά; Ο Μέσκος δεν αναζητεί ορισμούς, ο λόγος του δεν είναι συμπερασματικός με την έννοια του δεσμευτικού και περιχαρακωμένου κανόνα που μόνος αυτός ορίζει την ποιητική πράξη και το σύνολο του ποιητικού σώματος. Ο στοχασμός πάνω στην έλλειψη και η ακροβασία στο τεντωμένο σχοινί της ζωής και του θανάτου είναι που κινητοποιεί τη σκέψη του και τη βοηθάει να εκταθεί έξω από το ποίημα, έξω από τον εαυτό του και να τους παρατηρήσει: πώς υπάρχουν και πώς ενεργούν; Άλλοτε, χρησιμοποιώντας δεύτερο πρόσωπο, απευθύνεται στον εαυτό του (αυτός ο άλλος), στον έτερο ποιητή, στον αναγνώστη. Ποιος δρόμος είναι ο λάθος; Τι είναι καλό να αποφύγεις, να μην λοξοδρομήσεις; Και πάλι, όμως, όχι με την πρόθεση να διδάξει ή να απαγορεύσει, αλλά να συμβουλέψει, να μεταλαμπαδεύσει ό,τι βίωσε, να πιάσει από το χέρι τον… άλλον και να τον βοηθήσει να αποφύγει τις κακοτοπιές. Να συνομιλήσει με τον εαυτό του. Φευ, πάντα τα λάθη είναι προσωπικά – έτσι και η διόρθωσή τους (αν υπάρχει τέτοια).

Για τον Μέσκο δεν υπάρχει αμφιβολία: η αχρονία της Ποίησης είναι η μεγάλη δύναμή της. Η διαρκής μάχη που δίνει με τη φθορά και τον θάνατο, είναι η μέγιστη συμβολή της στη ζωή. Είναι ένα διαρκές και μεστό τραγούδισμα υπέρ της ζωής και του ανθρώπου. Όλα τούτα αποτελούν σφήνες σκέψεων, κόκκους στην άμμο της Ποίησης, είναι λέξεις που πρέπει να σε φοβούνται και όχι να τις φοβάσαι, όπως λέει κι εκείνος.

Είναι ένα βιβλίο γεμάτο ρυθμό, κι ας μην είναι –αμιγώς– ποιητικό. Διότι ο Μέσκος, εξέχων ποιητής ο ίδιος, γνωρίζει καλά πως ο ρυθμός και η μουσικότητα είναι που δίνει στην Ποίηση τον εξαίσιο μυστικισμό της. Η «Συνηγορία Ποιήσεως» είναι ένα βιβλίο ποιητικής. Είναι ένα σύμπλεγμα από αποστροφές, εξάρσεις, ανατάσεις, γνωμικά, κρυμμένες σκέψεις, παρατηρήσεις ενός ρέκτη, ένα οδόσημο στη λεωφόρο της Ποίησης. Είναι, τελικά, ένα ενδιάμεσο έργο στην εργογραφία του Μάρκου Μέσκου, που κατέχει τη δική του ξεχωριστή θέση και το οποίο, ίσως, εξηγεί, εκ των υστέρων, γιατί ο Μέσκος έγραψε και γράφει έτσι και γιατί η ποίησή του μας αφορά τόσο πολύ.