Στο εικοστό έβδομο βιβλίο του συγγραφέα και ποιητή Κωνσταντίνου Μπούρα περιλαμβάνονται τετρακόσια δώδεκα δραματικά ποιήματα-λυρικοί μονόλογοι, παραταγμένα χρονολογικά, ένα ποιητικό ημερολόγιο που επιστεγάζει τη μέχρι τώρα πορεία του.

Ο «Στυλίτης», είναι το έργο μιας ζωής εν εξελίξει. Ξεκινώντας από τον ιδιαίτερο τίτλο, στυλίτης είναι ο ασκητής εκείνος που επέλεξε να ζει σε έναν στύλο, μακριά από τα εγκόσμια. Αλλά διαβάζοντας τα ποιήματα της συλλογής, αντιλαμβάνεσαι ότι ο στυλίτης αυτός δεν ζει έξω από τον κόσμο, αλλά πάνω από τον κόσμο, ώστε να έχει το πλεονέκτημα της παρατήρησης και του στοχασμού για όλα τα ανθρώπινα, του εαυτού του συμπεριλαμβανομένου. Και είναι πράγματι εξαιρετικά δύσκολο να ζεις και ταυτόχρονα να παρατηρείς τη ζωή σου και την πορεία σου μέσα στον βίο τον ανθρώπινο. Αυτός ακριβώς ο ανθρώπινος βίος, από τα πιο ταπεινά μέχρι τα υψηλά, από τα βασικά έως τα υπερβατικά, είναι το υλικό της ποίησης του Κωνσταντίνου Μπούρα, ο οποίος ως Στυλίτης παρατηρεί, μέσα του και γύρω του, και στοχάζεται φιλοσοφικά για τη μοίρα την ανθρώπινη. Αυτή η φιλοσοφική ματιά, αποστασιοποιημένη όσο πρέπει αλλά με κατανόηση και ανθρώπινο συναίσθημα, είναι το ποιητικό αποτύπωμα του Κωνσταντίνου Μπούρα που δομείται σε στίχους από τον «Στυλίτη».

Θα ήθελα εδώ να επισημάνω ότι όλες οι τέχνες είναι ένωση αλχημική της βιωμένης ζωής και της αναζήτησης του ιδανικού. Όσο πιο ικανός ο αλχημιστής-ποιητής, τόσο υψηλότερης ποιότητας το αποτέλεσμα – και ο ποιητής Κωνσταντίνος Μπούρας αποδεικνύεται, και με αυτή τη συλλογή, μετρ των κανόνων της τέχνης, τους οποίους αξιοποιεί για τη δημιουργία ποίησης που ακτινοβολεί φως, ακόμα και στους πιο σκοτεινούς, από την άποψη της ψυχικής διάθεσης, στίχους. Κι αυτό είναι το δεύτερο σημείο όπου θα ήθελα να σταθώ, η ποιητική του ιδιοσυγκρασία: κάθε ποιητής έχει τη δική του και κάθε ποίηση έχει τη δική της θερμοκρασία ή, πιο σωστά, τη δική της ποιότητα στην ενέργεια που εκπέμπει. Διαβάζοντας τόσο προηγούμενες ποιητικές συλλογές του, όσο και τον «Στυλίτη», η αίσθησή μου είναι πάντα η ίδια: είναι ένας ποιητής του φωτός, ακόμα κι όταν είναι σκοτεινός. Πιστεύω ότι σε αυτό συνέβαλε πολύ και η μελέτη και η βαθιά γνώση του για τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό, ο οποίος έχει ακριβώς την ίδια ποιότητα: το συνολικό φως του περιλαμβάνει και σκοτεινές πλευρές, τις οποίες επεξεργάζεται όμως με τέτοιο τρόπο ώστε το φως τελικά να κυριαρχεί.

Το τρίτο σημεία που θα ήθελα να επισημάνω για την ποίηση του Κωνσταντίνου Μπούρα είναι ο λυρισμός της: τόσο από την άποψη της αισθητικής, όσο και από εκείνη του αισθήματος που αφήνει στον αναγνώστη. Αν αφήσουμε κατά μέρους τους ορισμούς των ειδικών, μπορούμε να πούμε εν συντομία ότι ο λυρισμός μεταπλάθει το συναίσθημα σε τέχνη, μέσω του ρυθμού, των υποβλητικών εικόνων, χρησιμοποιώντας ως όχημά τους είτε τη μεταφορά είτε το σύμβολο, αλλά και την προσεκτικά επιλεγμένη σειρά των λέξεων. Μουσικότητα και συναίσθημα ανθρώπινο για τα μικρά και τα μεγάλα της ζωής είναι ακριβώς η αίσθηση που αφήνουν τα ποιήματα του «Στυλίτη» σε εκείνους που τα διαβάζουν – ακόμα και όσα είναι δομημένα με την εξωτερική μορφή πεζού. Και για του λόγου το αληθές, θα ήθελα να κλείσω με ένα πεζό ποίημα από τον Στυλίτη, στο οποίο στάθηκα και το διάβασα πολλές φορές:

«ΒΑΤΡΑΧΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Συνάντησα έξω από το Ιπποκράτειο Νοσοκομείο έναν άνθρωπο να προχωρεί έκπληκτος, φορώντας πάνω από τα γουρλωτά μάτια του γυαλιά βατραχανθρώπου. Ήταν γύρω στα σαράντα, κι έμοιαζε σα να μην έχει ακόμα συνηθίσει την πραγματικότητα εδώ. Ανέπνεε δύσκολα, και μάλλον πιο γρήγορα από εμάς τους υπόλοιπους. Ξαφνικά τον φαντάστηκα σα δύτη, να κολυμπάει βιαστικά ανάμεσα σε τροπικά ψάρια, κοράλλια και σμέρνες. Καταλάβαινα την αγωνία του. Η προφανής προσφυγιά του με συνεπήρε. Όμως δεν πρόλαβα να τον συλλυπηθώ, γιατί με προσπέρασε γοργά».

Πρόσφυγες από μια πατρίδα μακρινή, αυτό είμαστε όλοι, στην πραγματικότητα που βιώνουμε. Και η ποίηση, είτε γράφουμε είτε διαβάζουμε, είναι η παρηγοριά μας για την εξορία μας, είναι το τραγούδι εκείνης της πατρίδας που δεν την ξεχνάμε και στην οποία ελπίζουμε κάποτε να επιστρέψουμε. Ένα τέτοιο τραγούδι είναι και ο «Στυλίτης».