Στα όρια μεταξύ μπεκετικού «Τέλους του παιχνιδιού» και μεσογειακής χαρμολύπης αυτό το πρώτο τυπωμένο θεατρικό έργο του ηθοποιού Γεωργίου Γιαννούτσου που επιβεβαιώνει τη μακρά παράδοση της σχολής του λεγομένου «θεάτρου του παραλόγου» στα νεοελληνικά μας πράγματα, χάρη στον Κάρολο Κουν αλλά και στον Αλέξη Μινωτή που προσέδωσε μία άλλη τραγική διάσταση στον μεγάλο ποιητή του δραματικού λόγου και νομπελίστα Σάμιουελ Μπέκετ.

Ο πρωτοεμφανιζόμενος θεατρικός συγγραφέας Γεώργιος Γιαννούτσος γεννήθηκε στην Ιθάκη κι είναι απόφοιτος της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου καθώς και της σχολής Ναυπηγών Μηχανολόγων Μηχανικών του Ε.Μ.Π.

Μεταμπεκετικός μονόλογος αλλά αισιόδοξος. Μεσογειακή χαρά της ζωής. Φιλοσοφικό δοκίμιο για τον Χρόνο. Αγάπη κι ανεμελιά. Η Ζωή είναι ωραία, μοιάζει να κραυγάζει ο συγγραφέας μέσα από τα κύτταρα όλων των πλασμάτων του. Αφού είναι έτσι το τέλος του Χρόνου, ας τον απολαύσουμε όσο κυλάει ομαλά. Ομοιοπαθητική θεραπεία του άγχους για τον θάνατο και του τρόμου μπροστά στο Κενό που είναι εγγενή στοιχεία της Δυτικής ρασιοναλιστικής Σκέψης.

Αναλυτικότατες σκηνικές οδηγίες που παραπέμπουν στο θέατρο σκιών. Είναι τόσο λεπτομερείς οι τυπωμένες διδασκαλίες που ο νεόκοπος συγγραφέας ελάχιστα περιθώρια αφήνει στον επίδοξο σκηνοθέτη για να αυτοσχεδιάσει και να τον ερμηνεύσει κατά το δοκούν. Ποτέ δεν έχω δει σε σύγχρονο νεοελληνικό έργο τόσο καθοριστικές σκηνικές οδηγίες. Υποθέτω ότι ο Γεώργιος Γιαννούτσος θα ήθελε να ερμηνεύσει, να σκηνοθετήσει, να σκηνογραφήσει, να ντύσει μουσικά κι ενδυματολογικά αυτόν τον ελληνοποιημένον ήρωά του που δεν είναι δάνειο αλλά αποκτά αυθύπαρκτη υπόσταση κι ουσία ανεξάλειπτη (αν όχι ΚΑΙ ανεπανάληπτη).

Το έρημο συναισθηματικό τοπίο πρωταγωνιστεί σε αυτή τη δραματική παραβολή κι η παραπομπή στις μπεκετικές “Oh! Les beaux jours” είναι πλέον ή ευθεία, αμεσοτάτη.

Το σχήμα οξύμωρον κι η απροκάλυπτος ειρωνεία διανθίζουν με σαρκαστική χροιά αυτό το ανατομικό πόνημα μιας πραγματικότητας που μας διαφεύγει μαζί με την αναπόδραστη δουλεία του Χρόνου. Μακριά όμως από το «Εμείς κι ο Χρόνος» του Πρίσλεϋ, ετούτο το σκηνικό δοκίμιο πλέει σε φωσφορίζοντα σκοτεινά νερά με αισιόδοξη κατάληξη όταν επιτέλους βγαίνουμε από την μπεκετική στενωπό.

Ο κάδος συμβολίζει τον κόσμο, με τον ίδιο τρόπο που το ελισαβετιανό θέατρο ήταν συνεκδοχή τού Σύμπαντος.

Χαρακτηριστική η φράση «Ας γραφεί η ιστορία με το ψαλίδι εν καιρώ» (σελ. 19). Αυτό θα μπορούσε να είναι και το motto κι ο υπότιτλος αυτού του έργου.

Χιούμορ κι αυτοσαρκασμός μαζί στη σελίδα 23: «Πού το βρίσκω τόσο χιούμορ; Πού θα το φτάσω; Όλα δείχνουν πως σήμερα είναι η μέρα μου…».

Φαίνεται πως είναι η εποχή του Γεωργίου Γιαννούτσου να βγει από την προστατευτική του πανοπλία και να εκτεθεί σκηνικώς και ποιητικώς. Η μέση ηλικία επιφυλάσσει πολλές εκπλήξεις σε όσους τη διαβαίνουν.

Υπόνομος – σκοτάδι: αυτό είναι το άλλο μοτίβο, που μαζί με τον κάδο δημιουργούν ένα δραματικό περιβάλλον ασφυκτικό και όζον.

Ο ήρωας μιμείται τις φωνές των άλλων, αόρατων σ’ εμάς προσώπων που συνεισφέρουν στο αργοκύλισμα της «πλοκής». Υπάρχει όμως ένας ασθματικός ρυθμός από κάτω χάρη στο παιχνίδι με τα αντίθετα και στις λεκτικές ακροβασίες.

Υποκατάστατες σκέψεις. Οικογένεια, τέλος! Τα πάντα ρει. Σύζυγος φυτό. Μέχρι και στη συρρίκνωση (shrinking) καταφεύγει ο πολυμήχανος συγγραφέας Γεώργιος Γιαννούτσος. Το περίφημο “Néant” αναφύεται στη σελ. 45: «Μηδέν! Μηδέν! Μηδενικό! Ένα μηδενικό!».

Αλλά εκτός από τη συρρίκνωση επιστρατεύει λίγο πιο κάτω και την τηλεκίνηση ως απόηχο από ένα όχι και τόσο μακρινό μέλλον.

Φως-αισιοδοξία.

Σκηνικό μικροαστικού καναπέ στη σελίδα 47. Παραισθήσεις στη σελ. 48. Κουκλοθεάτρου αναμνήσεις αμέσως μετά. Κενά μνήμης. Η πλήρης αφαιρετικότητα. Νοητική περιπλάνηση.

Η πρωτοτυπία ως προς το μπεκετικό πρότυπο ανιχνεύεται στη μανία καταδίωξης, όπως αποκαλύπτεται στη σελίδα 51. Ενώ οι ποιητικές μεταφορές ξεχειλίζουν στη σελ. 53 κι εντεύθεν.

«Τα νύχια μεγάλωσαν λίγο… Λες να με… Έχω… πεθάνει; Το ψαλίδ…» (σελ. 56). Εικονικό παραλήρημα νεκρού από τον τάφο του;

«Το μέλλον είναι η προφορικότης», αποφαίνεται στη σελίδα 57. Πολύ θα το θέλαμε αλλά πολύ αμφιβάλλω.

Καταλήγει στη σύμβαση του ονείρου. Επανεκκίνηση του Χρόνου. «Όταν θα ξυπνήσουμε ανάμεσα στους νεκρούς». Όμως το μεταφυσικό στοιχείο δεν είναι τόσο πρόδηλο εδώ. Το άλλο χέρι δεν υπάρχει. Θεός και άνθρωπος δεν συναντώνται.

Αισιόδοξο, ευγενικό θα έλεγα, flash-back. ΝΙΑΤΑ-ΓΗΡΑΤΕΙΑ, ΑΝΟΙΑ-ΕΥΡΥΝΟΙΑ. Οι δύο μανιχαϊστικές εκδοχές του Χρόνου-Κρόνου. Στάση – φρενιτική κίνησις. Διά των αντιθέτων παράγεται σύγκρουσις, εκλύεται θερμότης και …νόημα. Όσο κι αν αυτό δεν είναι το ζητούμενον.

Ένα αρκετά πρωτότυπο πόνημα μακριά από τα μπεκετικά και δυτικοευρωπαϊκά πρότυπά του γιατί βουλιάζει μέσα στον μεσογειακό ιρασιοναλισμό και στην ανατολίτικη φιλοσοφημένη απραξία, ως μη-δράση.