Όταν η λογοτεχνική έρευνα γίνεται αστυνομική

Διαβάζοντας τον τίτλο του νέου μυθιστορήματος του Κυριάκου Μαργαρίτη έρχεται στο μυαλό ένα άλλο βιβλίο, «Στον ίσκιο των ανθισμένων κοριτσιών» του Προυστ, μια σύνδεση την οποία αναφέρει και ο ίδιος ο συγγραφέας καθώς η ιστορία εξελίσσεται. Αυτή είναι η πρώτη νύξη για τη στενή σχέση που υπάρχει ανάμεσα στα λογοτεχνικά κείμενα και τις δολοφονίες ανήλικων κοριτσιών που συγκλονίζουν την Αθήνα της οικονομικής κρίσης.

Ας επικεντρωθούμε στην υπόθεση. Η αστυνόμος Αλεξάνδρα Χατζή έχει να αντιμετωπίσει μια δύσκολη υπόθεση. Τρία ανήλικα κορίτσια έχουν βρεθεί δολοφονημένα με τον ίδιο τρόπο: ο δολοφόνος τα σκοτώνει βάζοντας το χέρι του μέσα στο λαιμό τους. Η λέξη που καλύτερα περιγράφει τα σκοτωμένα κορίτσια είναι «καρυδοπνιγμένα», μια λέξη που θυμίζει κάτι στην Αλεξάνδρα και την κάνει να στραφεί σε έναν παλιό γνωστό της, τον Παύλο Μαρίνο, καθηγητή συγκριτικής λογοτεχνίας. Ο Παύλος βασανίζεται από τους δικούς του εφιάλτες με αναμνήσεις της δολοφονημένης γυναίκας του. Η λέξη «καρυδοπνιγμένα» βάζει σε κίνηση τα γρανάζια του εγκεφάλου του και η «Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη έρχεται στην  επιφάνεια. Ποιος όμως είναι αυτός που κάνει φόνους μιμούμενος τη Φραγκογιαννού και πόσο μπορούν να βοηθήσουν στη διαλεύκανση της υπόθεσης δύο καθηγητές λογοτεχνίας –ο Παύλος ζητάει βοήθεια από τον φίλο του, και επίσης καθηγητή, Δημήτρη- και ένας φιλόδοξος μεταπτυχιακός φοιτητής;

Δύο είναι τα βασικά χαρακτηριστικά του μυθιστορήματος: η σύνδεση λογοτεχνίας και αστυνομικής έρευνας και οι νεκροί ψυχικά πρωταγωνιστές. Όσον αφορά το πρώτο, είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον να παρακολουθεί κανείς τους παραλληλισμούς ανάμεσα στη «Φόνισσα» αρχικά και το «Έγκλημα και τιμωρία» στη συνέχεια και τις δολοφονίες των κοριτσιών. Πέρα από τις όποιες ορατές ομοιότητες εντοπίζει κανείς στα εγκλήματα που διαπράττονται, οι ουσιαστικές βρίσκονται αλλού: στο κίνητρο, το συλλογισμό και την απόγνωση του δολοφόνου, ο οποίος εύκολα μετατρέπεται από Φραγκογιαννού σε Ρασκόλνικοφ.  Όσον αφορά τους πρωταγωνιστές, αυτό που προκαλεί εντύπωση είναι ότι είναι περισσότερα αυτά που ενώνουν την αστυνόμο, τον καθηγητή και τον δολοφόνο, παρά αυτά που τους χωρίζουν. Άνθρωποι κενοί ουσιαστικών συναισθημάτων, λόγω απώλειας που έχουν βιώσει αλλά δεν έχουν ξεπεράσει. Φιλόδοξοι, ο καθένας με τον δικό του τρόπο, όχι για να αναδειχτούν αλλά για να κρατηθούν απλά από κάτι, για να μην καταρρεύσουν οριστικά. Γι΄ αυτό στο τέλος του μυθιστορήματος οι τρεις τους θα αποτελέσουν μια ομάδα που προσπαθεί κατά κάποιο τρόπο να προστατεύσει ο ένας τον άλλο.

Δεν ξέρω αν η πρόθεση του συγγραφέα ήταν να γράψει ένα καθαρά αστυνομικό μυθιστόρημα. Φυσικά και πρόκειται για μια άριστα δομημένη αστυνομική ιστορία που κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον. Θεωρώ, όμως, ότι είναι επίσης και μια μελέτη για την αδυναμία χειρισμού του πόνου. Ο Παύλος αδυνατεί να ξεπεράσει τη δολοφονία της γυναίκας του και πιθανόν να κατηγορεί τον εαυτό του γι’ αυτή. Η Αλεξάνδρα, μια γυναίκα σε θέση εξουσίας σε ένα ανδροκρατούμενο επάγγελμα, αδυνατεί να ξεπεράσει το διαζύγιό της και οι σχέσεις της με το μικρό γιο της είναι σχετικά ψυχρές. Το σημαντικότερο, όμως, δεν είναι ότι δεν μπορούν να ξεπεράσουν τον πόνο της απώλειας, αλλά ότι δεν θέλουν, γιατί τότε θα πρέπει να πενθήσουν. Και το πένθος είναι ένα βήμα πριν τη λησμονιά.