Ερωτοτροπώντας με τη θεολογία των Ορφικών, το «Όντως Ον» και με όπλο του τη μοντερνιστική διάθλαση του αυτο-αναφορικού υποκειμένου μέσα στην αφήγηση, όπως σε θάλαμο με παράλληλους καθρέφτες που πολλαπλασιάζουν είδωλα, σκεπτομορφές κι εμμονές επ’ άπειρον, ο διδάκτωρ νεοελληνικής φιλολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Σάββας Καράμπελας χρησιμοποιεί επιλεκτικά τη visual poetry για να θραύσει τη μονοτονία του “matrix” μέσα στο οποίο συμπλέκεται η ζωή με τα νοητικά του δημιουργήματα…

Οι λέξεις όπλα που εκπυρσοκροτούν κι άλλοθι αειζωίας, ξόρκια αλεξιθάνατα. Δεν διαφαίνεται όμως κάποια γλωσσολαγνεία. Ουδείς φετιχισμός. Καμία ναρκισσιστική επιθυμία γονιμοποιήσεως του Χάους με ποιητικούς ιούς, αντίγραφα μιας πρωτογενούς υπαρξιακής αγωνίας, αγνής και γνήσιας, που τη μοιράζονται όλοι οι αληθινοί ποιητές.

Ανιμισμός και προγονολατρεία; Όχι. Μάλλον μια εξιδανικευμένη ρομαντική διάθεση ωραιοποίησης του παρελθόντος που προδίδει καλή παιδική ηλικία, αν όχι και παραδεισένια, αφού ο φροϋδικός Οιδίπους είναι έτοιμος να διαπράξει και πάλι φόνους, εσαεί… (όπως στο ποίημα «Οικογένεια» της σελ. 40, αφιερωμένο «Του γιου μου Οδυσσέα»…).

Η όλη ποιητική συλλογή διαρθρώνεται σε τρία μέρη: δίπτυχος ποιητική αφήγηση με επίμετρο, ως εξής: Ι. Απομεινάρια μιας πρώτης λείας (1997-2000), ΙΙ. Σπαράγματα μιας μυθιστορίας (2001-2005), ΙΙΙ. Επίμετρο (2016). Συχνά-πυκνά δεν καταλαβαίνω τέτοιες διατμήσεις, όμως εδώ ο διαχωρισμός δεν είναι σχηματικός, δεν εξυπηρετεί τεχνικές προωθήσεως ποιητικού προϊόντος, αλλά την εσωτερική ανάγκη εξέλιξης μιας νέας ψυχής που αλλάζει φιδοπουκάμισα, ενός δέντρου χλωρού, που διακρίνεις τις αλλεπάλληλες μεμβράνες του διά γυμνού οφθαλμού. Ναι, υπάρχει σαφώς μια ανέλιξη από τα πρωτόλεια μέχρι τα ώριμα νεανικά πονήματα του γεννημένου το 1975 Αρκάδα με καταγωγή από τη Μαγνησία.

Δειλά στην αρχή, άτολμα κατόπιν, αχνά κι ανίσχυρα, θαμπά κι αδύναμα, σκαλίζει τα γλυπτά του επί τόπου του βράχου στο λατομείο της έμπνευσής του. Οι φιλολογικές σπουδές τον κάνουν καχύποπτο, του στερούν την αθωότητα της δροσιάς και την αφέλεια της νιότης. Βαθύς ο συναισθηματικός του κόσμος, πλούσιος, αυτογενής αλλά όχι κι αυτοπαθής φανερώνεται γραφικά στο εκτενές και καθόλου ελλειπτικό ποίημα «Υγρό στοιχείο» (σελ. 11-12).

Εσωτερικά ποιητικά τοπία ψηφιακώς επεξεργασμένα, γλωσσολογικώς επικαλυμμένα με επιστρώσεις βερνικιών που οδηγούν σε στιλβωμένες επιφάνειες, απαστράπτουσες. Αυτή η νέα γενιά ποιητών είναι τόσο μορφωμένοι που θυμίζουν τους σοφιστές και τον Ευριπίδη. Είναι τόσα τα πολλαπλά στρώματα της ειρωνείας που δυσκολεύεσαι να ξεχωρίσεις το «ορφικόν ωόν» από κάτω, κι ο Φάνης θαρρείς πως δεν θα ξεπεταχτεί ποτέ από το κόκκινο αυγό των μυστηρίων αναστάσιμος.

Ο Θάνατος είναι ο θεματολογικός πρωταγωνιστής αυτής της πρώτης ποιητικής απόπειρας, με το αντίπαλον δέος του, τον Έρωτα, να λανθάνει. Τόση μόρφωση στερεί ίσως την άμεση επαφή με τα πρωτογενή ρευστά, που ως αιθήρ–πέμπτο στοιχείο διατρέχουν τη ραχοκοκαλιά του Σύμπαντος, με την ανατριχίλα του ουροβόρου όφεως που ετοιμάζεται να τραφεί με τη φλεγόμενη ουρά του.

Πλούσια συγκομιδή για τον επαρκή αναγνώστη, προδίδει αυτή η μετά το μεταμοντέρνο αναδομητική επιχείρηση κριτικής, που μεταπλάθει το ήδη μεταπλασθέν σε τριτογενές μόρφωμα, αμάλγαμα αμοιβαίως κατατεθεισών συνεισφορών….

Στο προκείμενο όμως τώρα. Δείγμα γραφής, όχι απαραιτήτως αντιπροσωπευτικόν (πώς να λειτουργήσεις συνεκδοχικά σε ένα δάσος που κανένα δέντρο δεν συγγενεύει με το διπλανό του κι ανάδελφος η «έμπνευσις» περιπλανάται από κλαδίου εις κλαδίον, ωδικόν πτηνόν με γονίδια πεταλούδας και φερσίματα σαύρας;):

Στη λίμνη

 

Να είναι το μπουκάλι με το μήνυμα

κι αυτό πιασμένο στα δίχτυα

που είναι στημένα για τους ελέφαντες,

τις φώκιες και τα τέρατα της θάλασσας;

 

Να ναι απλά μια αντανάκλαση

του προηγούμενου χρόνου

που από ψηλά χαζεύει το είδωλό του

στα ακίνητα νερά;

 

Ή πάλι να ναι ένα λευκό μαργαριτάρι

–προτού το βγάλουν να το φτιάξουν κολιέ–

που ακόμα κρύβεται

μες στο κλειστό κοχύλι;

 

Ό,τι και να ναι

τάραξε πάλι

τα λιμνάζοντα νερά. (σελ. 13).

Το επικοινωνούμενο ποίημα, μήνυμα κλεισμένο σε μπουκάλι, επικίνδυνο ίσως, τερατικόν αλλά ουχί κτηνώδες, κινδυνεύει να μην φτάσει στον αποδέκτη του κι αυτή η πικρή γνώση-διαπίστωση αναγκάζει τον αποστολέα να καταφύγει απελπισμένος στο «όντως ον» της δεύτερης στροφής, που ως Νάρκισσος ονειρεύεται πως ονειρεύεται τον εαυτό του σε «προηγούμενο χρόνο» (άρα μετά τη γέννηση του Κρόνου) να «χαζεύει το είδωλό του στα ακίνητα νερά». Αυτό κι αν είναι εικονοποιημένη απελπισία, κοινή στους έφηβους και σε νέους που βιώνουν την αγωνία της επιβίωσης μιας πέστροφας έξω από το νερό στην αγωνιώδη της προσπάθεια να παραβγεί το Σύμπαν, πηγαίνοντας αντίθετα στο ρεύμα, αντιστρέφοντας τη διαδικασία της αυτοκαταστροφής κι αποφεύγοντας έτσι τεχνηέντως τον Θάνατο.

Βαθιά τα ποιητικά νερά όπου κολυμπάει ο Σάββας Καράμπελας. Νοητική η έκφρασή του. Αναγκαστικά συμπυκνωμένη. Στο όριο της προσληπτικής ικανότητας τού επαρκούς αναγνώστη. Και για τούτο προκλητική. Ίσως στο μέλλον μιλάμε με χρησμούς κι ανταλλάσσουμε ενοράσεις. Ίσως καταφεύγουμε όλοι μαζί σε «συνειδητό ονείρεμα» ξυπνώντας τον σαμάνο που λανθάνει μέσα μας, επιχειρώντας ίσως έτσι ποιος ξέρει να προκαλέσουμε το ενδιαφέρον –την περιέργεια, να πω– του Πρωταρχικού Δημιουργού μας, αυτού του «Όντως Όντος» που μετασχηματίζει τη σύγχρονη ποίηση των δαιμόνων σε μαθηματικό θεώρημα. Αξιώματα πια δεν υπάρχουν. Στην εποχή της ανησυχίας του Σίβα, οι αποδομητές αποσκορακίζουν το φθαρμένο για να ποτίσουν τα χωράφια της αιωνιότητας με την ανατροφοδοτούμενη έμπνευσή τους.

Περιμένω να δω πού θα οδηγήσει τον Σάββα Καράμπελα ο ποιητικός του δαίμονας στο επόμενο θραύσμα παγόβουνου… που θα κολλήσει στα γρανάζια του τυπογραφείου.

Εξαιρετική έκδοση, ιδιαίτερα επιμελημένη, με πρωτότυπα και ταιριαστά, αλλοδιαστασιακά σχέδια από το παράλληλο σύμπαν της Γεωργίας Δαμοπούλου.

Κάτι καινούργιο κινείται στη σύγχρονη ελληνική ποίηση. Πήξαμε στον μοντερνισμό εδώ κι έναν αιώνα. Καιρός να πάμε παραπέρα. Η αρχαιομάθεια, η φιλολογική αρματωσιά είναι ίσως ικανές κι αναγκαίες προϋποθέσεις υπερβάσεως των εσκαμμένων και του παρελθόντος βεβαίως…