Θα ξεκινήσω τούτο το σημείωμα για το βιβλίο της Ιωάννας Διαμαντοπούλου με το ποίημα «Ταύτιση κόρης και πεθαμένης μητέρας». Ξεκινώ και διαβάζω στη σελίδα 12:

TAYTΙΣΗ ΚΟΡΗΣ ΚΑΙ ΠΕΘΑΜΕΝΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ

Παραφράζοντας τη Μαρία Βοναπάρτη…

 

Η μαμά μου, λένε όλοι,

είναι χρόνια νεκρή.

 

Εγώ όμως ξέρω

πως είναι κάπου ημιλιπόθυμη μέσα μου,

 

μερικά βράδια ξεδιπλώνει μόνη της τα μέλη της

και με εκλιπαρεί να την αφήσω να πεθάνει.

 

Θα ’ναι καλύτερα έτσι και για τις δυο, μου λέει για να με πείσει.

 

Εγώ όμως, συνεχίζω τον αγώνα κατά της λήθης,

μεγαλώνοντας τους φόβους της, σαν να ’ταν δικοί μου

Ένα ποίημα με ψυχολογικές προεκτάσεις που θίγει την πολύπαθη συνήθως σχέση μάνας-κόρης, η οποία έχει πολλές παράπλευρες θεωρήσεις. Σχέση αγάπης και μίσους, σχέση ταύτισης και αμφισβήτησης. Σχέση που πάντα θα διατηρείται ακόμα κι όταν το ένα από τα δύο μέλη αυτής φύγει από τη ζωή. Είναι η ποίηση που προσεγγίζει, ανατρέπει ή διορθώνει τη ζωή χωρίς να παύει ποτέ να μας υπενθυμίζει πως εξαιτίας της αντέχουμε την πραγματικότητα.

Έχοντας μελετήσει  το προηγούμενο βιβλίο της Ιωάννας Διαμαντοπούλου είχα αποκτήσει μια εικόνα αναφορικά με το προφίλ της ως δημιουργού, καθώς και για το ύφος της γραφής της. Κάπου μέσα στο κριτικό μου σημείωμα είχα γράψει τότε τα παρακάτω: «Η ποιήτρια καταθέτει ένα ώριμο βιβλίο που διαθέτει στοχαστικότητα και αλήθεια. Συνήθως τα ποιήματα έχουν συνοχή, αλλά και κάποιον στόχο, κάτι που, δυστυχώς, δεν θεωρείται δεδομένο ότι συμβαίνει πάντα με τα ποιήματα (διότι οι ποιητές πολλάκις πελαγοδρομούν ασύστολα σε βάρος της αμεσότητας και της αλήθειας του ποιήματος). Εδώ όμως, ο προηγούμενος στίχος εξυπηρετεί τον επόμενο και το ποίημα έχει όντως κάτι να πει.»

Είναι ενθαρρυντικό το γεγονός ότι επαληθεύτηκα στις κρίσεις μου με το νέο βιβλίο της που φέρει τον τίτλο «Στο τέλος μιας προσημειωμένης μέρας» και κυκλοφορεί και πάλι από τις εκδόσεις Βακχικόν. Πρόκειται για μια γραφή πεζολογική, συγκροτημένη. Κινείται στα πλαίσια του προηγούμενου βιβλίου της με τρόπο γνώριμο κι αγαπημένο, εδώ όμως εμφανίζεται ακόμα πιο μεστή. Υπαρξιακή κατεύθυνση και διάσταση. Στοχαστική διάθεση. Παρατηρεί πράγματα, ανθρώπους και συμπεριφορές και καταθέτει την αλήθεια της δοσμένη μέσα από το δικό της προσωπικό βλέμμα. Δεν υπάρχουν στοιχεία λυρισμού, ούτε ψήγματα παραδοσιακής ποίησης.

Στο πρώτο ποίημα της συλλογής με τίτλο «Πρόλογος», αναφέρεται στην τέχνη της ποίησης. Ο «Πρόλογος» είναι ένα ποίημα ποιητικής δηλαδή, μέσα στο οποίο καταθέτει σκέψεις περί της πρωτοτυπίας της ποίησης. Οι λέξεις είναι κοινές και προσβάσιμες για όλους. Το θέμα είναι πώς τις χρησιμοποιεί ο κάθε ποιητής, με ποιον ιδιαίτερο τρόπο ώστε να εισάγει το νέο, να πει κάτι διαφορετικό απ’ ό,τι έχει ειπωθεί.

Το ποίημα ξεκινάει ως εξής:

Για την πρωτοτυπία της Ποίησης.

 

Θραύσματα ξένων διαλόγων 

σκοτώνουν εμένα.

 

Γιατί εμένα, ρωτάω όποιον βρω πρόχειρο,

πότε θεό, πότε κριτικό λογοτεχνίας,

πότε κάποιον άσχετα περιφερόμενο

σε προθαλάμους βραδινών εφιαλτών

που έχουν χρόνια να καθαριστούν.

[…]

Το ίδιο ποίημα τελειώνει ως εξής και κάπως απαισιόδοξα θα λέγαμε:

Τίποτα καινούριο δε θα ακουστεί από την Ποίηση

μόνο ο κουτσός βηματισμός της 

όταν τρέχει

νομίζοντας πως θα προλάβει..

Μέσα στα ποιήματα της Διαμαντοπούλου ελλοχεύει μια θλίψη, μια πίκρα αιωρείται, ή κάτι στενάχωρο ή θολό. Στο ποίημα «Φόβος» γράφει (σελ.27):«[…]και σε τι γλώσσα θα συνεννοηθούμε/όταν εμένα με κατοικεί ο φόβος/και σε σένα στρατοπεδεύει το κενό.»

Είναι οι αναμνήσεις που μπερδεύονται με τα περιστατικά, τα συναισθήματα ζυμώνονται με λέξεις, εξισορροπούνται  με τον στοχασμό. Τα ποιήματά της δεν είναι εύθραυστα –αν θα μπορούσε κάποιος να χρησιμοποιήσει μεταφορικά αυτόν τον όρο– αλλά διαθέτουν τη δική τους δύναμη.

Στο ποίημα «Ανεπαισθήτως» (σελ. 9) είναι εμφανής η διακειμενική σχέση με τα Καβαφικά τείχη. Είναι πετυχημένη η τρόπον τινά ανάπλαση του ποιήματος του Αλεξανδρινού. Εμφανής είναι και η  σχέση του ποιήματος εκείνου που μιλάει για τις Μάρτιες Ειδούς και αρχίζει με τους ακόλουθους στίχους: «Κοιτάζοντας το κενό/διαπλάθοντας το τίποτα/καμαρώνοντας τα αόρατα αποτελέσματα/δεν αλλάξαμε τον κόσμο./Παρατηρώντας τον όμως/ψύχρανε ο καιρός/φύγαν οι άνθρωποι/[…]» Είναι φυσικό οι λέξεις να γεννούν τις άλλες λέξεις και οι επιρροές να ρέουν ακάθεκτες μέσα στο ποιητικό γίγνεσθαι. Άλλωστε ο διάλογος με τα άλλα έργα οφείλει να είναι διαρκής και γόνιμος.

Διαρκής είναι –αναπόφευκτα– και ο διάλογος με την κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα, η οποία αντανακλάται ενίοτε μέσα στο ποίημα. Οι ποιητές είναι και πολίτες, οπότε συχνά έχουν ως ερέθισμα ένα κοινωνικό συμβάν που τους κλόνισε και το φιλτράρουν με τον τρόπο τους ίσως και για να το ξορκίσουν όταν νιώσουν ότι πρέπει να το κάνουν. Αλλά και ο αναγνώστης που έχει ζήσει γεγονότα, όταν μετά τα συναντήσει αλλιώς, με ένδυμα ποιητικό, κι αυτός νιώθει περίεργα, αλλά ίσως και λυτρωτικά. Το ποίημα «Για τις φωτιές» κάπως έτσι λειτουργεί λοιπόν. Χωρίς περιττούς ή άχρηστους μελοδραματισμούς μας παραπέμπει στη μεγάλη φονική φωτιά στο Μάτι όπου τόσοι άνθρωποι άδικα έχασαν τη ζωή τους. Διαβάζω στην αρχή του ποιήματος: «Όταν βυθίζει το φεγγάρι το βλέμμα του/πάνω στην καμένη γη/στέκεται εκεί που στάθηκαν οι τελευταίες σκέψεις/αν υπήρξαν… για έναν Παράδεισο, μια Κόλαση,/μια ακόμα μέρα, μια κραυγή, κάτι σαν ουρά λέξης./Κάποια χαμόγελα σκορπίσανε/και γίνανε ερωτηματικά της σιωπής.»Τα «Λουριά» και «Η γενιά του ’60» είναι επίσης ποιήματα που ξεσηκώνουν, με έντονο πλαίσιο, που αποτελούν δυνατά σχόλια για πρόσωπα και πράξεις γνωστά.

Η λέξη σιωπή συναντάται συχνά μέσα στο βιβλίο, αλλά σε διαφορετικά συμφραζόμενα, σε διαφορετικό περιβάλλον κάθε φορά. Άλλοτε πάει μαζί με βεβιασμένα χαμόγελα, άλλοτε με τα ενδεχόμενα της χαράς, άλλοτε ζευγαράκι με την ελπίδα. Και είναι πρόκληση για τον αναγνώστη να την ανακαλύπτει από την αρχή.

Η ποίηση της Διαμαντοπούλου ασχολείται διακριτικά με το εγώ. Έχει όμως και προσανατολισμό προς το εμείς. Έχει πάντως στραμμένο το πρόσωπο στον άνθρωπο και στη δράση του και τη ζωή του. Δημιουργεί εικόνες, συνδέσεις, απελευθερώνει τη γλώσσα, απαντά στις προκλήσεις, ερμηνεύει τον κόσμο.