ἔδεισεν δ᾽ ὑπένερθεν ἄναξ ἐνέρων Ἀϊδωνεύς,

δείσας δ᾽ ἐκ θρόνου ἆλτο καὶ ἴαχε, μή οἱ ὕπερθε

γαῖαν ἀναρρήξειε Ποσειδάων ἐνοσίχθων,

οἰκία δὲ θνητοῖσι καὶ ἀθανάτοισι φανείη

σμερδαλέ᾽ εὐρώεντα, τά τε στυγέουσι θεοί περ· 

Ομήρου Ιλιάδα, Ραψωδία Υ’

Μαύρη κατοικία. Σκοτεινές γειτονιές. Πνιγηρή ατμόσφαιρα. Και μια πόλη που διαρκώς βυθίζεται στο έρεβος, απηυδισμένη, απελπισμένη, αποκαμωμένη. Ούτε οι νεκροί τη θέλουν, γιατί οι νεκροί υπάρχουν, ακόμα…

Ένας νεαρός μαθητής, ο Νάσος, δεν εμφανίζεται την πρώτη μέρα στο λύκειο. Αφήνοντας πίσω του το γυμνάσιο το περασμένο καλοκαίρι, έδειχνε ότι οι προοπτικές του ήταν εξαιρετικές. Γνώριζε απ’ έξω τα έπη του Ομήρου, τις μεταφράσεις τους, προσπαθώντας συχνά να ερμηνεύσει με τον δικό του τρόπο τους στίχους του Ομήρου. Και ο καθηγητής του, Αργύρης Σταυρινός, ήταν υπερήφανος για τον μαθητή του, δεν είχε άλλωστε συναντήσει τέτοιον μαθητή όσα χρόνια δίδασκε στο Γυμνάσιο. Μόνο που τώρα η εξαφάνιση του Νάσου έχει οδηγήσει τον Αργύρη να τον αναζητήσει, ίσως για να καλύψει το κενό που παραμένει ζωντανό εντός του.

Καθώς ο Αργύρης αναζητά τον Νάσο, στο σπίτι της οικογένειάς του, στις παρέες του, στο σχολείο, έρχεται αντιμέτωπος με τη σκοτεινή μορφή της πόλης, θέτοντας σε κίνδυνο και την ίδια του τη ζωή. Παράλληλα, οδηγείται και στο πειθαρχικό για να απολογηθεί σχετικά με τη στάση του απέναντι στον Νάσο, όσο τον είχε μαθητή. Όμως, δεν το βάζει κάτω παρά τις αντιξοότητες και συνεχίζει να αναζητά τον Νάσο, ελπίζοντας ότι ο φέρελπις νέος δεν θα εγκαταλείψει τα στοιχεία που διαθέτει και μπορούν να του χαρίσουν ένα λαμπρό μέλλον. Κι ευχόμενος ότι έτσι θα γεμίσει το κενό που του άφησε η απώλεια του γιου του.

Ο Κώστας Κατσουλάρης στήνει ένα μυθιστόρημα σε τριτοπρόσωπη αφήγηση, δομημένο σε κεφάλαια και με χαρακτήρες καθ’ όλα ρεαλιστικούς. Ο συγγραφέας στήνει τις σκηνές του στις γειτονιές της Αθήνας, άλλωστε, όσοι έχουν παρακολουθήσει τη συγγραφική διαδρομή του Κώστα Κατσουλάρη, έχουν αντιληφθεί ότι γνωρίζει και χρησιμοποιεί άριστα την αστική τοπογραφία. Δρόμοι, εικόνες και γειτονιές που λίγο πολύ είναι γνωστές σε όλους μας. Μόνο που ο συγγραφέας καταβυθίζεται στα σημεία εκείνα που δεν φαίνονται, που κρύβονται στις σκιές, περιμένοντας να αρπάξουν το κομμάτι που τους αναλογεί, ληστεύοντας εκφοβίζοντας, δέρνοντας. Προφανώς, πρόκειται για ένα μυθιστόρημα γεμάτο ρεαλισμό, αστικό ρεαλισμό εν προκειμένω, που καταδεικνύει πρωταρχικά τη βρώμικη εικόνα της πόλης και των ανθρώπων που την αποτελούν. Αλλά και δευτερευόντως, ο συγγραφέας χειρίζεται άρτια την πλοκή για να καταδείξει την εθελοτυφλία, την εύκολη κατηγορία, τους προσωπικούς δαίμονες, αλλά και τη στήριξη, την πάλη για το καλύτερο, την ομορφιά της γνώσης.

Αν αφαιρούσαμε τη μυθιστορηματική πλοκή, θα λέγαμε ότι ο Κώστας Κατσουλάρης είναι ένας εξαιρετικός αστικός χρονικογράφος, καθώς μέσα από τα βιβλία του διαφαίνεται η διαδρομή της κοινωνίας μας, η στάση των ατόμων, κατά μόνας ή εν συνόλω, η επιζήμια εγκατάλειψη ανθρώπινων ψυχών στο περιθώριο της καθημερινότητας.