Η Αμερικανίδα ποιήτρια και συγγραφέας Πόλα ΜακΛέιν (Paula McLain) γεννήθηκε το 1965 στο Φρέσνο της Καλιφόρνια και ζει σήμερα με την οικογένειά της στο Κλίβελαντ του Οχάιο. Στα τέσσερά της χρόνια, η μητέρα της εγκατέλειψε εκείνη και τις δύο αδερφές της, και ο πατέρας τους μπαινόβγαινε στις φυλακές, με συνέπεια να αλλάζουν ανάδοχες οικογένειες και ιδρύματα για τα επόμενα 14 χρόνια. Όταν ενηλικιώθηκε, προκειμένου να βιοποριστεί, εργάστηκε ως βοηθός νοσηλεύτριας, ντελίβερι πίτσας, εργάτρια παραγωγής στη συναρμολόγηση εξαρτημάτων αυτοκινήτου και σερβιτόρα σε μπαρ. Όταν αποφάσισε ότι μπορούσε (και ήθελε πολύ) να γράψει, απέκτησε μεταπτυχιακό δίπλωμα στην ποίηση από το Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν το 1996. Έχει γράψει την αυτοβιογραφία για τα δύσκολα παιδικά της χρόνια Like Family: Growing Up in Other People’s Houses (2003). Έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές Less of Her (1999) και Stumble, Gorgeous (2005). Επίσης κυκλοφόρησε τέσσερα μυθιστορήματα: A Ticket to Ride (2008), το εν λόγω μυθιστόρημα, το 2011, που έγινε μπεστ σέλερ τόσο στους New York Times όσο και διεθνώς και μεταφράστηκε σε 34 γλώσσες, Circling the Sun (2015), μπεστ σέλερ στους New York Times και Love and Ruin (2018). Διατελεί μέλος των λογοτεχνικών κοινοτήτων Yaddo, The MacDowell Colony, The Cleveland Arts Prize, The Ohio Arts Council και The National Endowment for the Arts.

Η καθωσπρέπει εικοσιοκτάχρονη Χάντλι Ρίτσαρντσον γνωρίζει στο Σικάγο, τον Οκτώβριο του  1920, τον παρορμητικό εικοσιενάχρονο Έρνεστ Χέμινγουεϊ (χαϊδευτικά Χεμ, Νέστο, Χέμινστιν). Ερωτεύονται παράφορα, παντρεύονται και ένα χρόνο αργότερα εγκαθίστανται στο μποέμικο Παρίσι. Το 1923 μετακομίζουν για ένα χρόνο στο Τορόντο του Καναδά για να αποκτήσουν τον γιο τους, τον Τζακ (χαϊδευτικά Μπάμπι). Επιστρέφουν στο Παρίσι της «χαμένης γενιάς» (εξόριστων Αμερικανών λογοτεχνών του Παρισιού), όπου βρίσκουν ένα διαμέρισμα χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα και ζεστό νερό με τη βοήθεια του Αμερικανού ποιητή Έζρα Πάουντ. Όταν μπορούσε να κρατήσει τον Μπάμπι η σπιτονοικοκυρά τους, η Μαντάμ Σοτάρ, το ζευγάρι σύχναζε στο Μονπαρνάς με τον Τζέιμς Τζόις, τον Πικάσο, Γάλλους ζωγράφους, Ρώσους χορευτές και Αμερικανούς συγγραφείς, όπως τον Ντον Στιούαρτ, τη Γερτρούδη Στάιν και τον Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ. Στην παρέα τους παρεισφρέει και η επίσης Αμερικανίδα Πολίν Πφάιφερ, η οποία γίνεται αχώριστη φίλη της Χάντλι και στη συνέχεια του Έρνεστ. Ο πολλά υποσχόμενος συγγραφέας και η Πολίν δεν αργούν να ερωτευτούν. Η Χάντλι και ο Μπάμπι αναχωρούν την άνοιξη του 1927 για τις ΗΠΑ, όπου λίγο μετά η Χάντλι μαθαίνει για τον γάμο του Χέμινγουεϊ με την Πολίν. Όταν επιστρέφει στο Παρίσι, συνδέεται συναισθηματικά με τον παλιό γνώριμο του πρώην άντρα της, τον δημοσιογράφο Πολ Μάουρερ. Τον επόμενο χρόνο ο Έρνεστ και η έγκυος Πολίν αναχωρούν για τις ΗΠΑ. Εκεί η Πολίν θα  αποκτήσει δύο γιους, αλλά ο Έρνεστ θα την εγκαταλείψει και θα παντρευτεί μια άλλη γυναίκα (Μάρθα Γκέλχορν), την οποία και αυτή θα την αφήσει για έναν τέταρτο γάμο με τη Μέρι Ουέλς Χέμινγουεϊ.

Το βιβλίο αυτό που ανήκει στο αγαπημένο λογοτεχνικό είδος της συγγραφέως, δηλαδή στη βιογραφική μυθοπλασία η οποία εδώ ανάγεται σε ιστορική μυθοπλασία λόγω της ειδικής βαρύτητας του αντικειμένου, αποτελείται από τον πρόλογο, 47 μίνι κεφάλαια, τον επίλογο, τις ευχαριστίες της συγγραφέως και τη σημείωση για τις πηγές. Η αφηγήτρια, η Χάντλι Ρίτσαρντσον, η πρώτη σύζυγος του Έρνεστ Χέμινγουεϊ και εκείνη που διαδραμάτισε καταλυτικό ρόλο στη συγγραφική του άνθηση, στην καλλιτεχνική του έμπνευση, στη συναισθηματική και οικονομική του στήριξη εξιστορεί έναν από τους μεγαλύτερους και πιο θυελλώδεις έρωτες στο παγκόσμιο λογοτεχνικό στερέωμα. Η συγγραφέας αποδίδει τα χαρακτηριστικά της αληθινής, δραματικής και συγκλονιστικής ιστορίας του ζευγαριού με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια, ακολουθώντας τα πολύ καλά τεκμηριωμένα ιστορικά αρχεία. Παράλληλα αιχμαλωτίζει τα συναισθήματα των χαρακτήρων με φόντο την ατμοσφαιρική «Πόλη του φωτός», της πρώτης δεκαετίας του Μεσοπολέμου με το άφθονο αλκοόλ, τις τελευταίες τάσεις της μόδας, την ακατάπαυστη τζαζ, τον έρωτα που γεννιέται συνεχώς στο βουλεβάρτο του Μονπαρνάς και τα μποέμικα μπιστρό που βρίθουν από την παγκόσμια καλλιτεχνική ελίτ. Ιδιαίτερη μνεία γίνεται και στο τραγικό γαϊτανάκι αυτοκτονιών, μία κατάρα θανατικού που αναρωτιέται κανείς μήπως είναι γονιδιακής και κληρονομικής φύσεως, καθώς ο πατέρας της Χάντλι, Τζέιμς, αυτοκτόνησε το 1903. Το ίδιο έκανε ο πατέρας του Έρνεστ, Κλάρενς το 1928. Ο ίδιος ο Έρνεστ αυτοκτόνησε το 1961, όπως και η αδερφή του Ούρσουλα, και ο αδερφός του Λέστερ το 1982. Ο τραγικός επίλογος γράφτηκε με την αυτοκτονία της πανέμορφης εγγονής του Έρνεστ, πασίγνωστου μοντέλου και ηθοποιού Μάργκο Χέμινγουεϊ το 1996. Ο εμβριθής αναγνώστης θα αγαπήσει τον Χέμινγουεϊ στη μία σελίδα και θα τον μισήσει στην επόμενη, ενώ διαρκώς θα αναρωτιέται: Μπορείς να αγαπάς κάποιον υπερβολικά; (σελ. 421).