Στο λημέρι του καλού βιβλίου
Συμβαίνει (και) εις Παρισίους, μακάρι και αλλαχού.
Ένα βιβλιοπωλείο στο οποίο οι ιδιοκτήτες – ρέκτες, εμφορούμενοι από το ευγενές πάθος της βιβλιοφιλίας, δημιουργούν κάτι περισσότερο από μια τοπική επιχείρηση. Δεν πουλούν (απλώς) βιβλία· στόχος τους δεν είναι το κέρδος ως αποτέλεσμα μιας πρωτότυπης ιδέας, αλλά μετατρέπουν τον χώρο τους σε μια κολεκτίβα ακριβού γούστου, περιφέρουν τη σαγήνη των καλών μυθιστορημάτων στα βουλεβάρτα της πόλης, γίνονται μύστες της ακριβής λογοτεχνίας.
Ένα βιβλίο για την αγάπη των βιβλίων είναι αυτό που στήνει η Γαλλίδα Λοράνς Κοσέ. Τίποτα το παράδοξο. Όποιος διαβάζει βιβλία με καταιγιστικούς ρυθμούς είναι βέβαιο πως κάποια στιγμή θα πέσει πάνω στο «Χάρτινο Σπίτι» του Ντομίνγκες, στις «Λέξεις» του Σαρτρ, στις «Βιβλιοθήκες γεμάτες φαντάσματα» του Μπονέ. Κοινώς, σε βιβλιοαναφορικά (sic) πονήματα που παραπέμπουν ευθέως στην οικεία φιγούρα του Μπόρχες με τα δαιδαλώδη ράφια, τις στοίβες των εκδόσεων να αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο, τη θάλασσα των τυπωμένων σελίδων να κυκλώνει.
Το “Au Bon Roman” ξεφυτρώνει με τρόπο μυστηριώδη στη Σεν Ζερμέν και είναι δημιούργημα της ευκατάστατης, αλλά συναισθηματικά εξαρτημένης, Φραντζέσκας και του τυχοδιώκτη Ιβάν. Τριγύρω τους κινείται –υπό σκιάν– η εστέτ δράκα των συγγραφέων – αλχημιστών που αποφασίζουν ποια βιβλία θα μπουν στα ράφια του βιβλιοπωλείου και ποια δεν θα περάσουν το κατώφλι του. Διότι τούτο δεν είναι ένα τυπικό βιβλιοπωλείο όπου μπορείς να βρεις τα πάντα και σίγουρα τους καινούργιους τίτλους της βιβλιοπαραγωγής. Ακολουθεί τους δικούς του ρυθμούς, είναι επιλεκτικό, διαθέτει το εκλεκτικό προαπαιτούμενο της ποιότητας, έτσι όπως καθορίζεται από την «ομάδα των σοφών του». Εντέλει, είναι ταγμένο στο καλό μυθιστόρημα με τρόπο ευφάνταστα εμμονικό: τα λοιπά είδη αποκλείονται εκ προοιμίου. Ω, της παραξενιάς: τα βιβλία τού πολύ Ουελμπέκ δεν σκαρφαλώνουν στα ράφια του. Το ιερατείο του μαγαζιού δεν τον έχει επιλέξει!
Σύντομα το βιβλιοπωλείο αποκτάει φανατικούς φίλους, γίνεται θέμα συζήτησης στο διαδίκτυο, σκουντάει ακόμα και τα υπερτροφικά μέλη των παραδοσιακών ΜΜΕ που αποφασίζουν να του δώσουν προσοχή. Η ζωή των ηρώων, ουσιαστικά, καθορίζεται από την πορεία του μαγαζιού. Από το ζενίθ στο ναδίρ. Δεν θα αργήσουν τα πρώτα βιτριολικά σχόλια, οι λογοτεχνικοί ανασκολοπισμοί, οι κατηγορίες περί μπουρζουάδικου εστετισμού· το σύστημα αντιστέκεται και περνάει στην αντεπίθεση: αντίπαλα βιβλιοπωλεία, συγγραφείς που εξοβελίστηκαν, δημοσιογράφοι που λειτουργούν με τη λογική της καθεστηκυίας τάξης που δεν πρέπει να κλονιστεί.
Στρέφονται ακόμα και κατά των προσώπων που συγκροτούν τη μυστική ομάδα των εκλεκτόρων (εδώ η Κοσέ προσπαθεί να περάσει στο μυθιστόρημα μια χροιά μυστηρίου και αστυνομικής πλοκής που, όμως, παραμένει μονοεπίπεδη).
Τα ψυχολογικά αδιέξοδα θα καταρρακώσουν τη Φραντζέσκα, το βιβλιοπωλείο δεν θα αντέξει τα οικονομικά βάρη, ο Ιβάν καταστρώνει σχέδια ενός πιο μικρού, πιο ευέλικτου και λιγότερο εκκεντρικού βιβλιοπωλείου. Όλα τούτα συμβαίνουν, όμως, επί της ουσίας, δεν καθορίζουν το μυθιστόρημα. Η δυναμική του εξαντλείται στο ευφάνταστο εύρημα. Η θελκτικότητά του έγκειται στην ιδέα ενός βιβλιοπωλείου διαφορετικού από τα άλλα. Ένα άπιαστο όνειρο κάθε βιβλιόφιλου που σέβεται τον εαυτό του. Ακόμα και ο τίτλος του –διττός το δίχως άλλο–, φέρει ένα συγκεκριμένο βάρος.
Περισσότερο από αποχαιρετισμός «στο καλό, μυθιστόρημα» είναι επίκληση και πρόποση («εις το όνομα του καλού μυθιστορήματος»).
Εν συνόλω: είναι καλογραμμένο, σκιαγραφεί με τρόπο παραστατικό τα ενδότερα του λογοτεχνικού σιναφιού (που δεν είναι αγγελικά πλασμένο), φέρει εν σπέρματι το συγκινησιακό βάρος μιας ωραίας ουτοπίας, είναι καλό δείγμα αναγνωστικής απόλαυσης και βέβαια στο τέλος αφήνει να πλανάται στον αέρα το φιλοσοφικό ερώτημα: ένα τέτοιο βιβλιοπωλείο θα μπορούσε να αντέξει στην Ευρώπη της κρίσης, των ελάχιστων αναγνωστών και της πλησμονής τίτλων παραλογοτεχνίας;
Όποιος έχει την απάντηση, ας μας την πει.
Η μετάφραση ανήκει στον Αχιλλέα Κυριακίδη, επομένως οι συστάσεις περισσεύουν. Είναι ο κατάλληλος άνθρωπος να μεταφράσει ένα τόσο «ιδιαίτερο» βιβλίο.