Η Ευγενία Φακίνου γεννήθηκε το 1945 στην Αλεξάνδρεια. Τα μυθιστορήματά της έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Το 2005 τιμήθηκε με το βραβείο Αναγνωστών (Εθνικό Κέντρο Βιβλίου – Σκάι 100,3) για το μυθιστόρημά της «Η μέθοδος της Ορλεάνης» και το 2008 με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος για τη συλλογή διηγημάτων «Φιλοδοξίες κήπου».

Στο νέο μυθιστόρημά της «Στο αυτί της αλεπούς» πρωταγωνιστούν τρεις γυναίκες σε ένα ιστορικό πλαίσιο 100 ετών, από το 1900 έως τις μέρες μας. Ένα ασημένιο δαχτυλίδι συναισθηματικής αξίας περνάει από τη μία στην άλλη. Η πρώτη γυναικεία μορφή, η Αννέζω, είναι δώδεκα ετών όταν το 1904 βρίσκεται στην Ύδρα ως παρακόρη σε ένα πλουσιόσπιτο. «Η μάνα δούλευε στα μποστάνια με τους γιους της, ενώ η μεγαλύτερη κόρη κρατούσε σπίτι και παιδιά, κι όταν έφτανε στην ηλικία των δώδεκα, έφευγε παρακόρη στα πλουσιόσπιτα των απέναντι νησιών, κι έπαιρνε τη θέση της η αμέσως επόμενη αδερφή» (σελ. 10). Γνωρίζει τον Σταύρο το Θεριό, έναν ιδιόρρυθμο άνθρωπο και η ζωή της παίρνει μια εντελώς διαφορετική τροπή. Η Ευγενία Φακίνου διαχειρίζεται τις τροπές και τις αλλαγές της τύχης των ηρώων της με ιδιαίτερα αριστοτεχνικό, ρεαλιστικό και αβίαστο τρόπο. Παρά τη σκληρότητα των όσων βιώνουν, υπάρχουν για τους ήρωες κάποιες στιγμές σωτηρίας που οφείλονται σε υπαρκτά ψήγματα ανθρωπιάς.

Η Αννέζω θα βιώσει μια έντονη συναισθηματική δοκιμασία και αποδοκιμασία, και μαζί με τον μικρό γιο της Σταυρή θα φθάσουν στον Πειραιά το 1916. Υποδηλώνεται με μεγάλη έμφαση το πόσο οι ήρωες είναι έρμαια των εκάστοτε ιστορικών συνθηκών. Ως γνωστόν ανά τους αιώνες ο άνθρωπος γίνεται θύμα και άθυρμα των ιστορικών συγκυριών. Χαρακτηριστική είναι η φράση της Αννέζως που επαναλαμβάνεται:  «Είμαι 46 χρονώ  κι έχω ζήσει καλά μόνο ένα μήνα» (σελ.94).

Στη Δραπετσώνα ο γιος της εμπλέκεται σε παράνομη κομματική δουλειά των μεταξικών και κατοχικών χρόνων. Οι συνθήκες ζωής της μάνας και του γιου είναι άθλιες. «Ατέλειωτες του είχαν φανεί οι ώρες, εκείνες τις πρώτες τρεις μέρες, μέχρι να γυρίσει η μάνα του από τη δουλειά, να βάλει νερό στην κατσαρόλα και να φτιάξει μια ριζόσουπα για βραδινό, που την έτρωγαν κρύα και για πρωινό, κι όση έμενε, σβολιασμένη κι άνοστη, την είχε ο Σταυρής και για μεσημεριανό» (σελ.61).

Στα χρόνια του Εμφυλίου ο Σταυρής εντάσσεται στις τάξεις του Δημοκρατικού Στρατού αφήνοντας τη μικρή του κόρη Άννα στη γιαγιά Αννέζω. Η Αννέζω κυρίαρχη ηρωίδα στο πρώτο μισό του βιβλίου (πρώτο μισό εικοστού αιώνα) παραδίδει τη σκυτάλη, το δαχτυλίδι που της είχε δώσει ο άντρας της, στην εγγονή της. Η μικρή Άννα υιοθετείται από έναν εθνικόφρονα στρατιωτικό διατηρώντας μια θολή εικόνα για τους αγνοούμενους φυσικούς γονείς της. Η δοκιμασία του ανθρώπου μέσα στις έντονες ιστορικοπολιτικές συνθήκες διαγράφεται με μελανά χρώματα.

Η απότομη και βίαιη λόγω των συνθηκών ενηλικίωση της Άννας την οδηγεί στην υιοθέτηση μιας συνεχούς αντιδραστικής συμπεριφοράς. Η πορεία της θα σφραγιστεί ανεξίτηλα από την εύρεση ενός έκθετου βρέφους, που θα αποτελέσει την τρίτη πρωταγωνιστική γυναικεία μορφή.

Από τη μια μεριά βρίσκεται ο καθημερινός-απλός άνθρωπος και από την άλλη η υπάρχουσα κάθε φορά ιστορική συνθήκη. Τα ελληνικά σημαντικά ιστορικά και κοινωνικά γεγονότα του 20ού αιώνα, όπως  η Κατοχή, ο Εμφύλιος, η χούντα, το δουλεμπόριο των σφουγγαράδων, η ανέχεια των προσφύγων, η άνθηση της πορνείας στην οποία οδηγούνταν γυναίκες που αδυνατούσαν να επιβιώσουν, η παιδική εργασία και άλλα, αποτελούν το πλαίσιο δράσης των ηρώων.

Η λεπτομερής περιγραφή των συμβάντων και οι ζωντανές εικόνες που αποδίδουν την κάθε ιστορική και ηθική δοκιμασία αποτυπώνονται ανεξίτηλα στη μνήμη του αναγνώστη. Μετά την απομάκρυνση από το μυθιστόρημα δεν λειτουργεί ο μηχανισμός της λήθης, αντιθέτως ο αναγνώστης νιώθει πως ό,τι διάβασε θα μείνει χαραγμένο στη μνήμη του. Αν αυτό δεν είναι δείγμα επιτυχίας της συγγραφέως και του μυθιστορήματος, τι άλλο θα μπορούσε να είναι;  Όσον αφορά τη νοηματοδότηση του τίτλου του μυθιστορήματος σας αφήνω να το ανακαλύψετε κατά την ανάγνωση.