«Είθε η ιερή παράνοια να γεμίζει τη ζωή μας ως την τελευταία μας πνοή»
Ο Αιγύπτιος συγγραφέας Ναγκίμπ Μαχφούζ γεννήθηκε το 1911 στο Κάιρο. Εργάστηκε στο δημόσιο μέχρι το 1972, οπότε και συνταξιοδοτήθηκε. Άρχισε να γράφει σε ηλικία δεκαεπτά ετών και το πρώτο μυθιστόρημά του, που διαδραματίζεται στην αρχαία Αίγυπτο, εκδόθηκε το 1939. Από τότε έγραψε γύρω στα τριάντα μυθιστορήματα και περισσότερα από εκατό διηγήματα, πολλά από τα οποία έγιναν επιτυχημένες ταινίες. Το 1988 η Σουηδική Ακαδημία Γραμμάτων τον τίμησε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου του. Το 1994 φανατικοί ισλαμιστές αποπειράθηκαν να τον δολοφονήσουν. Πέθανε σε ηλικία 95 ετών το 2006.
Στο βιβλίο με τον τίτλο «Στην καρδιά της νύχτας», ο Γκαφάαρ Ιμπραήμ Ελ Ράουι, ρακένδυτος και πεινασμένος, βρίσκεται στο γραφείο ενός κρατικού υπαλλήλου και κάποτε παιδικού του φίλου. Τον παρακαλεί να συντάξει μια επιστολή, για να διεκδικήσει την περιουσία του πάμπλουτου παππού του, την οποία σύμφωνα με τη διαθήκη του άφησε σε ιερά τεμένη, φιλόπτωχες οργανώσεις και άλλα ευαγή ιδρύματα, καίτοι κανένα φυσικό πρόσωπο δεν μπορούσε να την προσβάλει. Έτσι άρχισαν τις συναντήσεις τους αργά το βράδυ, την ώρα που οι μεροκαματιάρηδες γυρνούσαν στα σπίτια τους για να ξαποστάσουν, οι ζητιάνοι και οι αλλοπαρμένοι μάντεις σαν ξωτικά γλιστρούσαν στα λασπωμένα σοκάκια με θυμιατήρια στα χέρια τους. Αυτοί, μαζί με τους λιγοστούς θαμώνες των καφενείων, έπιναν το τσάι τους και ο Γκαφάαρ ξεδίπλωνε τη ζωή του από την αρχή.
Τον πατέρα του δεν τον θυμόταν, αφού τον έχασε όταν ήταν πολύ μικρός. Τη μάνα του θυμόταν και το κράτημα του χεριού της που τον προστάτευε και τον έσερνε συνεχώς μέσα στους χωμάτινους και λασπωμένους δρόμους της γειτονιάς. Εκεί όλοι ήταν φτωχοί, ζούσαν σε πλίθινα σπίτια με τσίγκινες οροφές. Εκτός από ένα αρχοντικό, που προστατευόταν περιμετρικά από ένα θεόρατο φράχτη. Ήταν ακόμη μικρός όταν πέθανε και η μητέρα του. Τότε η γειτόνισσα τον πήρε σπίτι της. Λίγες μέρες αργότερα τον ζήτησε ο άρχοντας εκείνου του σπιτιού να μείνει μαζί του. Ήταν ο παππούς του, ο πατέρας του πατέρα του. Αφομοιώθηκε γρήγορα ο Γκαφάαρ στο νέο του περιβάλλον, ενώ η μόρφωση στάθηκε για αυτόν το μεγαλύτερο δώρο αλλά και ατού για κάθε κατάκτηση. Είχε αρχίσει να παίρνει τα πρώτα ιερατικά αξιώματα, όταν ο έρωτας χτύπησε την πόρτα της ζωής του με το πρόσωπο μιας πάμπτωχης ξυπόλητης Βεδουίνας που έγινε και η αιτία να εκδιωχθεί από το σπίτι του παππού του. Όμως δεν ήταν μόνο αυτό…
Ο Ναγκίπ Μαχφούζ στο βιβλίο του αυτό, παρ’ όλο που ασχολείται με το παραμυθένιο θέμα του πλούσιου που ήταν κάποτε ζητιάνος, φέρνει τον αναγνώστη αντιμέτωπο με το θέμα του εκσυγχρονισμού της κοινωνίας. Κοινωνικές τάξεις, μόρφωση, θρησκεία, παράδοση, λογική, ιδεολογία, φιλοσοφικά και πολιτικά συστήματα, έννοιες όπως ελευθερία, αλήθεια, ισότητα, εξελίσσονται κλιμακωτά και συγκρούονται για να αποδείξουν πως στο Ισλάμ η παραβίαση των νόμων της θρησκείας και της παράδοσης έχει σαν τιμωρία την κοινωνική εξόντωση. Επίσης και κάθε ιδεολογία η οποία αμφισβητεί τη θρησκεία οδηγεί στο θάνατο, είτε τον φυσικό είτε τον υπαρξιακό. Ο ήρωας μοιάζει να είναι η ίδια η Αίγυπτος η οποία εκσυγχρονίζεται ακρωτηριαζόμενη συνεχώς, αφού η ίδια η καλά τακτοποιημένη κοινωνία εξοστρακίζει και περιθωριοποιεί τους παραβάτες/νεωτεριστές της. Ο συγγραφέας θέτει παράλληλα και μια άλλη παράμετρο, την οποία χρεώνει στην ανθρώπινη φύση, την αχαριστία και την αλαζονεία στην καλή τύχη, κάνοντας τα δύο αυτά να προβάλλουν σαν ύβρις στη γενναιοδωρία του Θεού. Ο συγγραφέας παραπέμπει ταυτόχρονα με τον τίτλο του βιβλίου στην καρδιά του σκότους που επικρατεί στην κοινωνία όταν κάτι νέο γεννιέται.
Η Πέρσα Κουμούτση, με εξαιρετική μετάφραση, διατηρεί το ανθρώπινο και γλαφυρό ύφος του συγγραφέα, κάνοντας τον αναγνώστη να πιστεύει πως είναι και αυτός παρών, με χιλιάδες εικόνες να ζωντανεύουν γύρω του από γυναίκες με μιλάγες που περιφέρονται βαστώντας παιδιά, άνδρες με κελεμπίες που διαλαλούν πραμάτειες ή μοιράζονται τα κλοπιμαία τους, ενώ από μακριά ο μουεζίνης καλεί τους πιστούς για προσευχή.