Η Άβυσσος του Κώστα Μουρσελά και του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και εκείνο το διαρκές «εξ αποκαλύψεως» όσον αφορά τα ζητήματα της ψυχής.

«Ιστορίες ανολοκλήρωτες, ημιτελείς, πρόσωπα φευγαλέα: Στο τρένο, στον καθρέφτη, στο κρεβάτι, στο τηλέφωνο… Ταξιδεύοντας, καθισμένοι στην πολυθρόνα, από το ανοιχτό παράθυρο του σαλονιού τους ν’ αγναντεύουν τον κόσμο. Μάταια να προσπαθούν να τον εξηγήσουν».

Αυτό διαπιστώνει συγγραφέας κι αναγνώστης «Στην  άκρη της νύχτας» και είναι ό,τι ακριβώς, μια ζωή γράφοντας, επιτυγχάνει ο συγγραφέας. Ιστορίες ανολοκλήρωτες σα ζωή, με χαρακτήρες απολύτως ολοκληρωμένους ωστόσο, σπαρταριστούς, όλο σάρκα και αίμα. Γι’ αυτό δεν ξεχνάμε τον Λούη και τον Κωνσταντή απ’ τα «Βαμμένα κόκκινα μαλλιά», γι’ αυτό το λόγο διεκδικούν τη συνέχειά τους διαρκώς και διαρκώς, από τον «Πόθο (που) καίει στα σωθικά» έως και αυτό το βιβλιοφιλικό θρίλερ με τη Μοσχούλα του Παπαδιαμάντη, ο Μανωλόπουλος και ο Ρετσίνας, γι’ αυτό ανασταίνονται μέσα μας η Μαρία, ο Μήτσος Αγλαΐδης, ο Μπάμπης, ο Πανάρετος, ο Περικλής Περικλέους κι ο Τρύφων σε εκείνο το διαρκώς μεταλλασσόμενο και μετασχηματισθέν «Κλειστόν λόγω μελαγχολίας». Υπάρχει κανείς από μας που έχει ξεχάσει «Εκείνον κι Εκείνον»;

«Με γοητεύουν τα έργα τέχνης που, ενώ έχουν ένα οποιοδήποτε τέλος, εντούτοις, κάτι από τις ιστορίες των ηρώων τους μένει σε εκκρεμότητα, μένει, ας πούμε, η πιθανότητα μιας αναζωπύρωσης ενός πάθους, ή μιας συνάντησης’ πράγματα και καταστάσεις δηλαδή που εξακολουθούν να δουλεύουν μέσα στη σκέψη του αναγνώστη και μετά το τέλος της ανάγνωσης ενός βιβλίου. Πολλές φορές, μάλιστα, τον αναγνώστη, τον αναγκάζουν να εφεύρει εκείνος μια πιθανή συνέχεια, όπως θα την ήθελε. Αυτό επιδιώκω κι εγώ στη γραφή μου για να κάνω τον αναγνώστη να νοιώσει και κείνος συνδημιουργός», μου εμπιστεύθηκε με αφορμή το βιβλίο του «Ο πόθος καίει τα σωθικά» σε μια συνέντευξή μας.

Στα βιβλία του, γλύπτης το περισσότερο, σα να σκαλίζει την πέτρα της ιστορίας για να αναδείξει τους ήρωες και τις ψυχές των ηρώων.

«Μέσα στις ιστορίες μου, προσπαθώ να κυλούν όλα φυσιολογικά, ισορροπημένα, γιατί ξέρω καλά πως και στη ζωή, όπως και στα βιβλία, ούτε ο έρωτας εκβιάζεται ούτε η αγάπη’ αλλά και ούτε επιβάλλεται. Οι ομορφότερες ιστορίες είναι αυτές που δεν προκατασκευάζονται, που δεν τις οδηγείς εσύ, αλλά το τυχαίο, η έκπληξη, η ανατροπή, το αναπάντεχο, που σημαίνει ότι, μέχρις ενός σημείου, ο συγγραφέας δεν πολυγνωρίζει την εξέλιξη. Το προκάτ δεν έχει μυστήριο, ούτε και θεμελιώνεται αισθητικά. Στο έργο σου τότε βασιλεύει η λογική, αλλά όχι το “εξ αποκαλύψεως” όπως λέμε στο σκάκι», είχε πει σε εκείνη την αλησμόνητη συνέντευξή μας και το «εξ αποκαλύψεως» και στο καινούργιο, το τελευταίο του βιβλίο κυριαρχεί.

Εξάλλου όλα αρχίζουν σαν θρίλερ – κι αυτό πρωτίστως είναι ένα ψυχολογικό, βιβλιοφιλικό θρίλερ. Ο Μανωλόπουλος δέχεται ανώνυμα τηλεφωνήματα εν τω μέσω της νυχτός και ένα κομμάτι από το παρελθόν του μοιάζει να ζωντανεύει. Μαζί με όλα τα αντιφατικά στοιχεία του μεγάλου Παπαδιαμάντη, με τα βιβλία και με τους ήρωες που δεν έχουν τελικά τελειωμό, με τα λεπταίσθητα εκείνα της ύπαρξης που μέχρι την ύστατη ώρα εξακολουθούν να σε παιδεύουν: «Ξέρεις πολύ καλά ότι δεν είσαι άγιος όμως, ούτε θα γίνεις ποτέ, δεν τιθασεύονται τόσο εύκολα τα δαιμόνια της σάρκας. Ούτε οι αμφιβολίες, ούτε τα όνειρα. Νικημένος είσαι, έτσι κι αλλιώς. Τι θα κερδίσεις από μια ήττα παραπάνω; Αρκέσου μόνο στα γραπτά σου. Στα γραπτά σου, στο αλκοόλ και στις σκιές. Δεν είναι λίγο. Μόνο αυτό μπορείς. Αυτή είναι η δωρεά σου. Εκεί μόνο είσαι αληθινός κι ευλογημένος. Αυτός είναι ο κόσμος σου. Και δεν είναι λίγο».

Η ευλογία της γραφής και η δυσπραγία όσον αφορά τη ζωή: «Θάρρος, Αλέξανδρε. Αυτή που σε πλησιάζει δεν είναι μια τυχαία γυναίκα’ χώνεψέ το καλά. Αυτή είναι μια ηρωίδα σου. Δεν είναι πια η Μοσχούλα. Είναι η πιο αγαπημένη σου ηρωίδα. Δεν έχει ούτε σάρκα ούτε οστά, κι ας είναι πραγματική’ μην τη φοβάσαι λοιπόν.

»Πριν απ’ όλα είναι πλασμένη από λέξεις και άνεμο και όνειρα και φαντασιώσεις, δικό σου δημιούργημα, μη δειλιάζεις».

Η σχέση του συγγραφέα με τις ηρωίδες και τους ήρωές του: «Να φτάνεις, μαλάκα μου, τα πράγματα στην άκρη τους, στα όριά τους τουλάχιστον, ή και πέρα απ’ αυτά, στο μη περαιτέρω αν είναι δυνατόν, στην άκρη της άκρης, στην άκρη της νύχτας, στη διάσπαση του ατόμου, εκεί που γίνεται και η έκρηξη. Εσύ για την έκρηξη γράφεις και γι’ αυτή την έκρηξη σε διαβάζουν και οι αναγνώστες» .

«Ζήσε όπως θέλεις, αλλά όταν γράφεις να είσαι και Θεός, να κάνεις ό,τι μπορεί να κάνει κι ένας Θεός, και καλύτερα και περισσότερα, αν μπορείς…»

Ο συγγραφέας – Θεός: «Όταν μάλιστα το σπουδαίο στον Παπαδιαμάντη δεν είναι αυτό που βλέπουμε, αλλά αυτό που δεν βλέπουμε».

Το υπαινικτικό στον Παπαδιαμάντη και το υπαινικτικό τελικά στον Κώστα τον Μουρσελά. Δικός του και ο Μανωλόπουλος, και ο Λούης και ο Ρετσίνας. Αλλά δικός του τώρα πια με τη Μοσχούλα του και ο εξόχως ερωτικός και μυστικός Παπαδιαμάντης.

Σ’ ένα βιβλίο που θυμίζει Συμπόσιο, όσον αφορά την τέχνη και τον δημιουργό, τις ιστορίες και τους ήρωες, το πού αρχίζει και το πού τελειώνει –αν τελειώνει και ποτέ– η κάθε ιστορία. Και φυσικά εκείνο το πίσω απ’ αυτές: «Κάπου θα πρέπει να κρύβεται ένα νόημα –δεν γίνεται να μην κρύβεται– γι’ αυτό κι εκείνον τον συγκινεί βαθύτερα όλο αυτό το ανερμήνευτο μυστήριο…. κάπου θα υπάρχει ένα νόημα ξεχωριστό για τον καθέναν ίσως’ ναι, δεν γίνεται να μην υπάρχει. Αλλά δεν είναι και τόσο απλό ν’ απαντήσει κανείς».

Γι αυτό και «πολλές φορές αισθάνεται πως ένα έργο τέχνης μέσα της ταυτίζεται με μια θεϊκή λειτουργία, λες και δημιουργεί εξαρχής τον κόσμο προσπαθώντας να διορθώσει τα λάθη του».

Τόσο έξω από μας και εντούτοις «όλα γραμμένα με δικά μας γράμματα» κι  ωστόσο σα να τα έχει γράψει ή να μας τα έχει υπαγορεύσει, έστω, άλλος: «Για να ‘ρθει –όπως ήρθε– να με βρει περασμένα μεσάνυχτα, μάλλον στην άκρη της νύχτας όπως άλλωστε έκανε πάντα» – «Όλα τα παράξενα ή και τ’ αποτρόπαια θα τα συναντάς στην άκρη της νύχτας, Μανωλόπουλε, κοντά στο ξημέρωμα, εκεί κάπου στο λυκαυγές. Αυτή είναι και η μοίρα σου και η μοίρα μου μαζί σου».

Ο συγγραφέας ταυτοχρόνως και οι ήρωές του, ο συγγραφέας και το άλτερ έγκο του: «Τώρα εξηγούνται όλα, τώρα ξαναβρίσκω τον παλιό Ρετσίνα, ακμαιότατο, νεότατο και προπάντων συγκλονιστικότερο από ποτέ. Του το είπα. Του άρεσε». «Δεν ήξερα αν αυτός ήταν το alter ego μου ή εγώ το δικό του, όπως κάτι τέτοιο, θυμάμαι, είχε περάσει κάποια στιγμή από το μυαλό της Εύας: “Θεέ μου, πόσο μοιάζετε και πόσο διαφέρετε!” μου είχε πει». Ο συγγραφέας και το άλτερ έγκο του που υπάρχει σχεδόν παντού, σ’ όλες του τις ιστορίες και σ’ όλα του τα βιβλία.

Γιατί, όπως σοφά έχει ειπωθεί από τον Γιάννη Κοντό «Το φαινόμενο Μουρσελάς στην Τέχνη ήτανε, και είναι, μια συνεχής αποκάλυψη».