Το αντίθετο της υπεροψίας

Όποιος έχει διαβάσει το opus magnum του Κλάουντιο Μάγκρις «Δούναβης» δεν θα δυσκολευτεί καθόλου να αναγνωρίσει τη φωνή του στη συλλογή αφηγημάτων με τον τίτλο «Στιγμιότυπα». Ο Μάγκρις, άλλωστε, δε δίστασε να αφήσει «στιγμιότυπα» να παρεισφρήσουν και στον «Δούναβη», όπου η ταξιδιωτική αφήγησή του συνυφαίνεται με την ιστορία και τη λογοτεχνία με τρόπο μοναδικό, και το καθετί μπορεί να αποτελέσει αφορμή για παρεκβάσεις.

Σε συνέντευξή του έχει άλλωστε πει ο ίδιος o Μάγκρις–ο μεγαλύτερος γερμανιστής της εποχής μας, και υποψήφιος για το Νόμπελ λογοτεχνίας–  για τους μαιανδρισμούς και το φορτίο που κουβαλά η γραφή του, ώστε δύσκολα τελικώς να συγκρατεί ο αναγνώστης το σύνολό του, πως «η λογοτεχνία πρέπει να μπορεί να προσλαμβάνει όλες τις πλευρές της εποχής της, άρα και να απεικονίζει όλη την πληθώρα των πληροφοριών που μπορεί να είναι γοητευτικές, ενοχλητικές, συνταρακτικές».

Από την πεποίθηση αυτή, πως αξίζει να συγκρατήσει κανείς τα υλικά που φέρει το ποτάμι της πραγματικότητας, να σταθεί στη σημασία της λεπτομέρειας, και πως το μερικό συνθέτει, συναπαρτίζει και οδηγεί στο όλο, έχουν γεννηθεί και τα «Στιγμιότυπα»: μικρής έκτασης κείμενα, δύο ή τριών σελίδων, γραμμένα σε διάστημα πολλών ετών (1999 – 2016) με αφορμή καθημερινά περιστατικά και ειδήσεις.

Στα αφηγήματα αυτά, ο Μάγκρις αγγίζει σύνθετα κοινωνικά και πολιτικά θέματα, όπως η ισότητα (ή η μάχη) των φύλων και τα μέτρα που λαμβάνουν οι κυβερνήσεις στη Δύση για την ενσωμάτωση των μεταναστών: χρειάζεται να λογοκριθούν τα παραμύθια του Άντερσεν; Και μήπως θα ήταν καλή ιδέα να φορολογηθούν οι εργένηδες; Μιλά για τη διανοητική νωχέλεια και το καμουφλάρισμα του εγωισμού κάτω από την ευαισθησία, καθώς περιπλανιέται στον βραχώδη γιαλό της γενέτειράς του Τεργέστης, ή συμμετέχει σε συνέδρια, προσκυνήματα, και συναθροίσεις. Κρατά σημειώσεις για τη συνάντησή του με τη διαστρωμάτωση των πολιτισμών στη Βασιλική Κινστέρνα στη Κωνσταντινούπολη,  και τον ερχομό του Νέου στην τέχνη, σε μια γκαλερί στη Νέα Υόρκη. Παρατηρεί πώς διαμορφώνεται η σχέση μας με την τεχνολογία, με αφορμή μια κλήση σε γραμμή καταναλωτή ή κοιτώντας τον κόσμο σε ένα εστιατόριο. Δεν παύει να διερωτάται: Ποια αξία έχει το γράψιμο και η δημοσίευση; Είναι μια πνευματική απελευθέρωση ή ένα αισχρό πνευματικό στριπτίζ;

Ο Μάγκρις δεν φοβάται να γίνει καυστικός, γιατί δε φοβάται να γράψει στο πρώτο πληθυντικό και να συμπεριλάβει τον εαυτό του σε όσους σφάλλουν και πάσχουν: «είμαστε σχεδόν όλοι τυφλωμένοι συντηρητικοί, απρόθυμοι, ή τέλος πάντων ανίκανοι να πιστέψουμε πως τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν». Ο Μάγκρις μιλά, ένας λουόμενος κι αυτός ανάμεσα στους άλλους, στον ίδιο βραχώδη γιαλό, για την κοινή μας κατάσταση στο θέατρο του κόσμου, όπου «αν ήμασταν αληθινά και απερίφραστα ο εαυτός μας, χωρίς σκάφανδρο και χωρίς το σενάριο που πρέπει να ερμηνεύσουμε, θα ήμασταν πιθανότατα χαμένοι». Και γι’ αυτό, η ηθικολογία του Μάγκρις είναι εν τέλει το αντίθετο της υπεροψίας.