«Να ̓βλεπες τα μεγαλεία μας στην Πόλη! Αυτές οι θύμησες είναι που με κρατάνε ακόμα στα εβδομήντα μου χρόνια και με δίνουν κουράγιο για να ονειρεύομαι και να ελπίζω. Γι’ αυτό σε λέω, μέσα στο δικό σου παραμύθι μπορείς να ̓σαι αληθινός». Μέσα σε αυτήν την καταληκτική σχεδόν ρήση του πρώτου διηγήματος αποκαλύπτεται και ο ψυχισμός και η σαφής πρόθεση του συγγραφέα, που δηλώνεται εξάλλου πεντακάθαρα στον συναισθηματικής, νοσταλγικής χροιάς πρόλογο. Εδώ δεν πρόκειται για έναν απόηχο του γαλλικού «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο», αλλά για μια ανάγκη ζωτική της μνήμης να ανασαίνει προκειμένου να μην μαραθεί κι εγκαταλείψει τον αφηγητή ως «άγραφη πλάκα» (tabula rasa, από τα πάλαι ποτέ σχολικά λατινικά μας). Όμως μια σβησμένη μνήμη είναι σαν μια ζωή αβίωτη, σαν ένας βίος που δεν μπορείς να πεις ότι τον έχεις ζήσει. Εκεί που η εμπειρία απαλείφεται, η πείρα ακυρώνεται και τότε πρέπει να ξαναρχίσεις από την αρχή, κάθε στιγμή, δίχως την ορμή της νιότης. Αγωνία.

Μέσα από την απλότητα του λόγου, ύφος ανεπιτήδευτο, ευθύβολος έρωτας επικοινωνίας, εύστοχος οίστρος ανάπλασης του μόχθου που δεν χρειάζεται να αναπαλαιωθεί, γιατί είναι εδώ, βράχος ακλόνητος στα κύματα της ζωής τα μοχθηρά.

Αυτές οι καλογραμμένες ιστορίες μοσχοβολούν Ελλάδα, την παγκόσμια Ελλάδα της αιώνιας προσφυγιάς, «όπου γης και πατρίς» κι ο διονυσιακός ρυθμός της ζωής μας επιτρέπει σε όλους εμάς τους παραπονεμένους, τους αδικημένους, τους κακοριγμένους, τους παραπεταμένους να ξεδιψάμε με Φως, εκείνο το ίδιο Φάος που πύρωσε τον τυφλό Όμηρο και του έδωσε τη δύναμη να πλάσει μια ελληνική γλώσσα φιλοσοφική και διαχρονική.

Εις διαρκήν αναζήτησιν της ελληνικότητος, όπως η περίφημη λογοτεχνική γενιά του 1930, που ανέδειξε τόσες κορυφές, έτσι κι εμείς σήμερα αναζητούμε μια καινούργια διέξοδο από τη Μεγάλη Πολιτισμική Κρίση που σηματοδοτούν δύο παγκόσμιες οικονομικές υφέσεις.

Είναι νομίζω πρόσφορος ο καιρός να ξαναγυρίσουμε όλοι επειγόντως μέσα μας, να ξαναστρέψουμε μετά τα μάτια έξω μας, έτσι ώστε να επανακαθορίσουμε τα όρια της Ελευθερίας μας. Ελευθερίας του Λόγου και της Σκέψης. Ελευθερίας της έκφρασης. Εδώ δεν υπάρχουν «επαγγελματίες»  κι «ερασιτέχνες». Πρυτανεύει η καθαρότητα της συγγραφικής προθέσεως, η διαύγεια του κοινωνουμένου νοήματος.

Έτσι δεν θα σταθώ σε επί μέρους τεχνικά θέματα και πρωτόλειες αβλεψίες, αλλά θα τιμήσω την Ελλάδα, έτσι όπως αναδύεται μέσα από αυτές τις άκρως συγκινητικές γραμμές που δείχνουν πως όπως ο Θεόφιλος, ο Κολοκοτρώνης, ο Εγγονόπουλος, ο Μακρυγιάννης, ο Πικιώνης, ο Κουν και ο Τσαρούχης αναζήτησαν εναγωνίως αυτή την ατόφια λαϊκή διαχρονικότητα του ανθρωποκεντρικού και παγκόσμιου Ελληνικού Πολιτισμού,

Έλληνας είναι όποιος έχει ελληνική Παιδεία, όποιος σκέφτεται, επιλέγει, δρα και πράττει ελληνικά. Χωρίς τη γλώσσα, ετούτο το εύπλαστο εργαλείο για αποτελεσματικές αναδιφήσεις στο Άρρητο, στο Άφατο, στο μέχρι πρότινος Ασύλληπτο, χωρίς ετούτον τον πεποικιλμένο και πλούσιο στις αποχρώσεις του κώδικα δεν νοείται Ελευθερία. «Μήγαρις έχω άλλο στο νου μου πάρεξ Ελευθερία και γλώσσα;» είπεν ο μέγας Διαφωτιστής γλωσσοπλάστης εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός. Ήξερεν καλώς εκείνος πως δεν γίνεται να απαρνηθούμε τον παραδοσιακό μας πολιτισμικό πλούτο χωρίς να χάσουμε και την ανεξαρτησία, την αυτοτέλειά μας.

Γι’ αυτό μ’ αρέσουν ετούτα τα απλά διηγήματα: είναι σαν τα ζωγραφισμένα ψωμιά στον μυθοπλαστικό φούρνο του Θεόφιλου που στέκονται όρθια χωρίς τον κίνδυνο να πέσουν. Γιατί η βαρύτητα δεν ισχύει στα πλατωνικά σύμπαντα. Στα πολιτισμικά προϊόντα άλλοι νόμοι ισχύουν κι επιβάλλονται αφ’ εαυτών: η φιλότητα, η έλξη των ομοίων, η αποφυγή των αντιθέτων, η καθαρότητα της ματιάς… Διόλου αυτονόητα στις μέρες και στην τρίτη διάσταση που εγκλωβιστήκαμε, μαζί με άλλα ζωύφια, ταλαίπωρα έντομα φυλακισμένα στο κεχριμπάρι.

Υπερθεματίζω λοιπόν υπέρ αυτής της πεζολογούσης ποιήσεως, έτσι όπως εκφράζεται απλά, καθηλωτικά από έναν βιοπαλαιστή του πνευματικού μόχθου.

Οι αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας δεν είναι παραδείσιες καταγραφές, αλλά θησαυρός, πλούτος ψυχής κι η μόνη περιουσία που παίρνουμε μαζί μας όταν περνάμε αντίπερα, στην άλλη όχθη, εκεί όπου δεν υπάρχει δικός μας και ξένος, φίλος κι εχθρός, αλλά είμαστε όλοι ένα, μία σταγόνα στον Ωκεανό της ανεξάντλητης Σοφίας του Δημιουργού μας…

Έντονος ρομαντισμός, βαθιά βιωμένος ρεαλισμός, λαϊκός υπερρεαλισμός. Ό,τι πιο ελληνικό, ανθρωποκεντρικό και παγκόσμιο διάβασα τελευταία.

Το λαογραφικό στοιχείο είναι ανεπιτήδευτο και δεν συμβάλλει σε κάποια γραφικότητα τύπου “couleur locale”. Ο κινηματογραφικός τρόπος κίνησης της αφηγηματικής «Κάμερας» απεχθάνεται τους πλεονασμούς και τη σχοινοτενή περιγραφικότητα. Λόγος καίριος και μεστός, που μόνο οι ζυμωμένοι με της ζωής τον κάματο μπορούν να αναπαράξουν. Σαν να αναπλάθουν πράξεις επαναλαμβανόμενες, που τις μετέτρεψε η συνήθεια σε τελετουργίες. Όπως το παραδοσιακό ουζάκι με τα μεζεδάκια στα παραδοσιακά ταβερνεία του πρώτου διηγήματος.

Συγκινητικό το διήγημα «Η γιαγιά η Βάσω» αλλά και «Το Πέταγμα»: «Από μικρός έβλεπα συχνά στον ύπνο μου ότι πετούσα και φάνταζε εντελώς φυσικό αυτό το πέταγμα. Πετούσα κι έβλεπα τη γενέτειρα πόλη από ψηλά…».

Η πολυπολιτισμικότητα της Θεσσαλονίκης, της ελληνικότατης «Νύμφης του Θερμαϊκού» συγκρίνεται από τον αφηγητή με τη «Συμβασιλεύουσα» Κωνσταντινούπολη, όπου όλοι ζουν αρμονικά συμφιλιωμένοι με την κάθε είδους και πάσης φύσεως διαφορετικότητα. Και κάτι τέτοιο είναι ένα ιδιαίτερα επίκαιρο μήνυμα, ειρηνικό, πολιτικό, συνδημιουργικό, κοινωφελές.

Στο διήγημα «Το Πέταγμα» απηχείται διακειμενικώς η σολωμική «Φεγγαροντυμένη». Νεοπλατωνισμός στην πιο αγνή, καθάρια, λαϊκή μορφή του, συνεχής μέσα στους αιώνες, χάρη στους μορφωμένους Χριστιανούς μελετητές των αρχαίων κειμένων.

Ένας ποταμός από φερτά υλικά που συνδυάζονται με τρόπο αρμονικό και συναπαρτίζουν το ιστορικό ψηφιδωτό της συμπρωτεύουσας Θεσσαλονίκης στη διάρκεια των τελευταίων έξι δεκαετιών.

Ως κριτικός, περιμένω να δω και την επόμενη, εκτενέστερη, μυθιστορηματική, περιπεπλεγμένη αφήγηση ενός λαϊκού τεχνίτη του λόγου που ονομάζεται Τάσος Πλαστήρας.