Λιοντάρι μέσα στη φωτιά στα μάτια με κοιτάζει…
Σε μια ιδιαίτερα καλαίσθητη έκδοση με δύο εικαστικά του Γιάννη Ρίτσου να κοσμούν το εξώφυλλο, ο Μάνος Ορφανουδάκης παρουσιάζει μια συλλογή έμμετρης ποίησης, κάποια ποιήματα έχουν ήδη μελοποιηθεί, γεμάτη τρυφερότητα, λυρισμό και γλυκόπικρη νοσταλγία για εκείνα που χάθηκαν: το παρελθόν, η αθωότητα της νιότης, οι έρωτες, οι νίκες που έγιναν στην πορεία της ζωής ήττες… Θα χαρακτήριζα την ποίησή του ρομαντική, αν δεν είχε τόσο φθαρεί ο όρος.
Ομολογώ ότι σπάνια με κερδίζει αυτό το είδος ποίησης που έχει κατά κάποιο τρόπο επανέλθει στη «μόδα» τα τελευταία χρόνια στην ελληνική ποιητική: το μέτρο και η ομοιοκαταληξία απαιτούν μαστοριά και γνώση αρκετή, για να μην μοιάζει το αποτέλεσμα «εύκολο» και ελαφρύ, να μην παραπέμπει σε ευφυολογήματα ή λεκτικούς ακροβατισμούς, προκειμένου να λειτουργήσει η ομοιοκαταληξία για την οποία η ελληνική γλώσσα, σε αντίθεση ας πούμε με την αγγλική, δεν βοηθά ιδιαίτερα.
Όμως ο Μάνος Ορφανουδάκης, επειδή προφανώς έχει μουσική παιδεία αλλά και γιατί η καταγωγή του από την Κρήτη του προσφέρει γερές ρίζες στην παραδοσιακή τέχνη του στίχου, κατορθώνει να δημιουργήσει ποιήματα κομψοτεχνήματα, όχι όλα ισότιμα ποιητικά αλλά οπωσδήποτε καλοδουλεμένα και κυρίως με ψυχή: διότι ο καλός τεχνίτης εκτός από τη γνώση, πρέπει να βάλει στο έργο του κι ένα κομμάτι από τον εαυτό του. Κι αυτό είναι έκδηλο καθώς διαβάζεις τους στίχους του, αφού το συναίσθημα της στιγμής, της εικόνας, της ψυχικής κατάστασης σε διαπερνά και επικοινωνεί μαζί σου. Και για κάθε έργο τέχνης, αυτό είναι το Α και το Ω. Και υπάρχει και κάτι άλλο στους στίχους του Ορφανουδάκη που προσωπικά με άγγιξε πολύ: μια καθαρότητα, όχι μόνο λεκτική και εκφραστική αλλά και συναισθηματική, κάτι παλιό αλλά άφθαρτο, αυθεντικό είναι ίσως η πιο σωστή λέξη, χωρίς προσπάθεια επίδειξης γνώσεων και εντυπωσιασμού. Η ποίησή του είναι αυτό που είναι και δεν προσπαθεί να σε κερδίσει, γιατί ήδη βρίσκεται κατά κάποιο τρόπο μέσα στην καρδιά σου, αφού έχει ρίζες στην παράδοση της ελληνικής ποιητικής.
Αν έπρεπε να ξεχωρίσω κάποια ποιήματα, θα διάλεγα το «Αγιοχτένι», τη «Νεράιδα και το δέντρο», το «Γέλιο του Αδάμ» και το «Τραγούδι του τυφλού πιανίστα». Με τους τελικούς στίχους από το τελευταίο, θα κλείσω αυτή την παρουσίαση:
Γυμνό το σώμα σου ξαπλώνεις
στα μαύρα και στα άσπρα πλήκτρα,
πνίχ’ τα λόγια, τώρα, πνίχ’ τα
και τη σιωπή μη χαμηλώνεις.