Είναι «17άρης και γαμά το Λύκειο», «He can get no satisfaction», «He will fuck us», «Ηe ‘s not in love», και γενικά του αρέσει να ακούσει μουσική στη διαπασών και να τα σπάει. Δεν πατά το πόδι του στο σχολείο, ρεμπελεύει με τους κολλητούς του στις καφετέριες, με δυσκολία ανέχεται τα δυο ετεροθαλή αδέρφια του και μισεί τον πατριό του. Οι καβγάδες τους σηκώνουν τη γειτονιά στο πόδι. Η μάνα μοδίστρα παλεύει να ζήσει την οικογένεια. Σιωπηλά, υπομένει έναν άχρηστο σύζυγο. Και ο πατέρας του ήρωα, του Θανάση; Ποιος είναι; Η μάνα τα μασάει. Πότε έτσι, και πότε αλλιώς τα λέει. Περιφερόμαστε στα Καμίνια μαζί του, μπλέκουμε με μια τοπική βίαιη, ρατσιστική και μαφιόζικη οργάνωση που μας υπόσχεται έναν πατέρα, μια καθοδήγηση, ρίχνουμε χυλόπιτα στην ευαίσθητη και οξυδερκή κοπέλα, τη Λουΐζα, που ξεχωρίζει τον Θανάση από τους ανήθικους και επικίνδυνους φίλους του και ξυλοφορτώνουμε ανελέητα κάτι σημαιοφόρους στην παρέλαση της 25ης Μαρτίου που έρχονται από τη Ρωσία, την Ουκρανία και δεν ξέρουμε ποια άλλη περίεργη χώρα.

Ποιος θέλει να ταυτιστεί με αυτό το τέρας βίας; Που φτάνει να χτυπάει με τα άρβυλά του έναν ανάπηρο και να κλέβει τη σύνταξη μια ηλικιωμένης γυναίκας; Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση μας μπερδεύει. Από τη μια ταυτιζόμαστε με τον ήρωα και τον λυπόμαστε για την άθλια καθημερινότητά του, από την άλλη μας κερδίζει το χιούμορ και η ευφυΐα του. Προς τα πού θα γύρει η πλάστιγγα τελικά; Θα καταφέρει αυτό το παιδί να βρει το δρόμο του ή θα καταλήξει σε καμιά φυλακή;

Η αλλαγή θα έρθει με τον πιο επώδυνο τρόπο. Αλλά θα έρθει. Γιατί κι «ένα κωλόπαιδο δικαιούται έναν καλύτερο κόσμο.»

Το βιβλίο είναι μια διεισδυτική ματιά σε έναν κόσμο που μας είναι στην ουσία άγνωστος. Οι νέοι που δεν μπορούνε να βρούνε κανένα νόημα ούτε στο σχολείο ούτε στην «κανονική ζωή». Είναι αυτοί που φέρνουν σε τεράστια αμηχανία εκπαιδευτικούς, γονείς, ψυχολόγους και όλο το σύστημα. Τι υπάρχει πίσω από αυτή την αναίτια βία; Η διαλυμένη οικογένεια, η ενδοοικογενειακή βία, η έλλειψη μιας συγκροτημένης αφήγησης για το «ποιος είμαι», η αδυναμία του σχολείου να αρθρώσει έναν πειστικό λόγο που να κάνει νόημα στους νέους, η γενικευμένη ανομία (οι αστυνομικοί που δεν κάνουν τη δουλειά τους, για διάφορους λόγους, είναι πανταχού παρόντες, στο γήπεδο, στη γειτονιά, στα μπαρ), οι μαφίες που εκμεταλλεύονται το κενό για να δώσουν νόημα στις χαμένες ζωές των παιδιών… Αν και η περίπτωση του Θανάση θα μπορούσε να θεωρηθεί ακραία, ωστόσο δείχνει σε μεγέθυνση το προφίλ της σύγχρονης εφηβείας. Όπως στο δανέζικο έργο «Αύριο, ίσως» που είδαμε πρόσφατα, ο πατέρας χάνεται στην οθόνη του υπολογιστή, το Skype δεν δουλεύει καλά και ο γιος μένει μετέωρος, χωρίς καθοδήγηση σε μια δύσκολη στιγμή, έτσι και οι Θανάσηδες που κατοικούν τις καφετέριες έξω από τα λύκειά τους ζητούν σιωπηλά μια απάντηση. Εμείς όμως έχουμε πολλή δουλειά, πού καιρός για συζητήσεις. Μια συζήτηση που θα έκανε ο Θανάσης με τη μάνα του δεν έγινε ποτέ…

Ο Βασίλης Παπαθεοδώρου έχει κυκλοφορήσει έως τώρα οκτώ μυθιστορήματα με τα οποία προτρέπει παιδιά και νέους να έχουν κριτική ματιά απέναντι σε πρόσωπα και καταστάσεις. Έχει τιμηθεί με το Κρατικό Βραβείο και το Βραβείο του περιοδικού Διαβάζω. Έχει διακριθεί δυο φορές από τον Κύκλο του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου και τρεις φορές από τη Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά. Το βιβλίο του «Το μήνυμα και οι Εννέα Καίσαρες» διδάσκεται στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, στο Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης.