Η Ρούλα Κακλαμανάκη γεννήθηκε στον Πειραιά από Μονεμβασίτες γονείς. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Εργάστηκε ως δικαστικός υπάλληλος (1959-1967), ως δικαστής (1967-1977) και ως δικηγόρος (1979-1981, 1986-1988, 1989-1991). Εξελέγη δύο φορές βουλευτής Α΄ Αθηνών (1981-1989). Διετέλεσε υφυπουργός Κοινωνικών Ασφαλίσεων (1981-1986) και Παιδείας (1988). Εξέδωσε οκτώ ποιητικές συλλογές, δύο μυθιστορήματα, μία νουβέλα, δύο αφηγήματα, δοκίμια, βιογραφίες, μεταφράσεις. Επιμελήθηκε επίσης ανθολογίες σύγχρονων Ούγγρων ποιητών και νέων Ελλήνων ποιητών. Πέθανε τον Ιανουάριο του 2013.

Το «Στα κύματα του Δούναβη» είναι το τελευταίο βιβλίο της Ρούλας Κακλαμανάκη, που εκδόθηκε και κυκλοφόρησε λίγο πριν από το θάνατό της. Είναι μια περιήγηση στην ιστορία και στα τοπία της Βουδαπέστης μέσα από την καθημερινότητα δύο νεαρών γυναικών που είναι φίλες από τα φοιτητικά τους χρόνια. Η 26χρονη Κάταλιν είναι μεταφράστρια, γεννημένη στη Βουδαπέστη από Ούγγρο πατέρα και Ελληνίδα μητέρα. Η συνομήλική της Ίλονα είναι μουσικός, παντρεμένη με έναν από τους καθηγητές τους στη Μουσική Ακαδημία της Βουδαπέστης και είναι κατάκοιτη έπειτα από μια ανεξήγητη παράλυση των κάτω άκρων. Η Κάταλιν επισκέπτεται την Ίλονα στο ευρύχωρο διαμέρισμά της μία φορά την εβδομάδα, συζητάνε και ανταλλάσσουν σκέψεις και συναισθήματα. Η επικοινωνία τους συνεχίζεται και τις υπόλοιπες ημέρες της εβδομάδας, όταν η Ίλονα προμηθεύεται και αρχίζει να χειρίζεται έναν φορητό ηλεκτρονικό υπολογιστή, ο οποίος της επιτρέπει να ξεπερνά τα όρια του αναγκαστικού περιορισμού της στο σπίτι. Παράλληλα με την εξέλιξη και το βάθεμα της φιλίας των δύο κοριτσιών, παρακολουθούμε την ιστορία του πατέρα της Ίλονα, ο οποίος είναι αναγνωρισμένος ζωγράφος, και του συζύγου της ενώ ετοιμάζει ένα σημαντικό μουσικό έργο.

Η γραφή της Κακλαμανάκη είναι ίσως λίγο παλιομοδίτικη: οι σκέψεις των δύο ηρωίδων ξετυλίγονται και φθάνουν τον φιλοσοφικό στοχασμό, τα συναισθήματα υπάρχουν και δεν αναλύονται, όπως δεν ερμηνεύεται ο θαυμασμός και των δύο προς τον Γιόζεφ και προς τον πατέρα της Ίλονα, η αφοσίωση του Γιόζεφ στην Ίλονα, η αγάπη της μητέρας της και της αδελφής της. Για την Κάταλιν,  αντίθετα, η παρουσία της μητέρας και του φίλου της, του Ζόλνταν,  παρ΄ όλη την αγάπη τους, φαίνεται να λειτουργεί ως ανάσχεση στα όνειρά της. Η συγγραφέας δένει τις ιστορίες των δύο φιλενάδων με τους απεριόριστους ορίζοντες μιας πόλης με βαριά ιστορία, την οποία φαίνεται όχι μόνο να γνωρίζει αλλά και να έχει αγαπήσει πολύ. Αυτή η συμπόρευση της Ιστορίας, του ταξιδιού μέσα στην πόλη και της λογοτεχνικής περιήγησης στα έργα Ούγγρων ποιητών, που επικαλούνται οι δύο φιλενάδες, συγκινεί εντέλει όπως και η δραματική κλιμάκωση προς το τέλος.

Από το μυθιστόρημα δεν λείπουν οι αναφορές και οι συγκρίσεις με την Αθήνα: «Αγαπάει, όμως, τη Βουδαπέστη. Τις γέφυρες και τον ίδιο τον Δούναβη, κι ας μη συγκρίνεται με τις θάλασσες και τις ακρογιαλιές της Ελλάδας. Τα υπέροχα νησιά, τα βουνά, το ήπιο μεσογειακό κλίμα. Δεν ξέρει γιατί ακριβώς της συμβαίνει αυτό. Σκέφτεται μόνο πως ποτέ στην Αθήνα δεν μπήκε σ΄ ένα λεωφορείο και να χάρηκε μια εικόνα σχετική με διαδρομές όμοιες μ’ αυτές που απολαμβάνει εδώ, χωρίς να ταλαιπωρηθεί και να αγανακτήσει» (η Κάταλιν, σελ. 146). Δεν λείπει όμως ούτε και η αισθαντικότητα της ποιήτριας, που ίσως αξίζει να συγκρατήσουμε μια και η Ρούλα Κακλαμανάκη δεν βρίσκεται πια ανάμεσά μας: «Ήταν φανερό πως εκείνη είχε τους τρόπους της. Τις ικανότητές της. Τη θέληση, αλλά και τη στήριξη από τον ίδιο τον εαυτό της με διαρκή απασχόληση. Όχι μόνο για να αντλεί δυνάμεις, αλλά και για να εκμεταλλεύεται τις ήδη κατακτημένες, και άλλες που διαρκώς κατακτούσε, πηγές ζωής. Διέθετε αποθέματα παιδείας και οικογενειακής αγωγής ικανά να συμβάλλουν σ’ αυτό. Αποκτούσε νέες συνήθειες. Γνώριζε νέες πτυχές της ζωής. Δημιουργούσε τα μέσα για μια νέα διάσταση και νέα ποιότητα» (η Κάταλιν για την Ίλονα, σελ.149).