Το βραβείο Friedrich-Glauser Preis αποτελεί μία από τις σημαντικότερες διακρίσεις για συγγραφείς αστυνομικής λογοτεχνίας στον γερμανόφωνο χώρο. Το όνομά του το πήρε από τον Ελβετο-γερμανό συγγραφέα Friedrich-Glauser, ο οποίος στη σύντομη ζωή του (1896-1938) κατατάχτηκε στη Λεγεώνα των Ξένων στη Βόρεια Αφρική, υπήρξε ανθρακωρύχος, καθώς και νοσοκόμος. Έπασχε από σχιζοφρένεια, ήταν εθισμένος στο όπιο και στη μορφίνη και πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σε ψυχιατρικές πτέρυγες και φρενοκομεία. Οι διαταραχές της προσωπικότητας του συγγραφέα προσθέτουν μια αίσθηση αληθοφάνειας στο μυθιστόρημα «Στα δίχτυα του Μάττο»,  το οποίο διαδραματίζεται σε ένα φρενοκομείο (matto σημαίνει τρελός στα ιταλικά).

Ο Glauser έγραψε έξι αστυνομικά μυθιστορήματα, μία νουβέλα, ενώ η αλληλογραφία του περιλαμβάνει περισσότερες από 500 επιστολές. Επίσης, έγραψε πάνω από 150 αφηγήματα, αυτοβιογραφικές σημειώσεις και δεκάδες ποιήματα. Στο αστυνομικό μυθιστόρημά του «Στα δίχτυα του Μάττο», βασιλεύει το πνεύμα της παραφροσύνης και δεν υπάρχει απολύτως καμία αμφιβολία ότι είναι ένας τομέας τον οποίο ο Glauser γνώριζε καλά. Είναι γραμμένο το 1936, την περίοδο που σημειώθηκε η ανέλιξη του Γ’ Ράιχ, και όσον αφορά τα προσωπικά του βιώματα ήταν αρκετά καταβεβλημένος ψυχικά, καθώς υπήρξε τρόφιμος ψυχιατρείων από τον Ιούλιο του ’32 έως τον Μάιο του ’36.

Τη δεκαετία του 1930 στη Βέρνη, ο δρ Ernst Laduner ζητάει ρητά να δει τον αρχιφύλακα Jakob Studer (έναν αξιωματικό της αστυνομίας, ο οποίος ήθελε να αναρριχηθεί ξανά στην ιεραρχία της αστυνομίας, αφού είχε υποστεί έναν άδικο υποβιβασμό). Ισχυρίζεται ότι συναντήθηκαν κατά το παρελθόν στη Βιέννη, αν και ο αστυνομικός δεν θυμάται τον ψυχίατρο. Ο Laduner ενημερώνει τον Studer ότι ένας ασθενής, ο Peter Pieterlen, δολοφόνος παιδιών, δραπέτευσε από την ψυχιατρική κλινική Radlingen. Επίσης, ο Ulrich Borstli, διευθυντής του ασύλου, αγνοείται. Ο Studer ανακρίνει όσους βρίσκονταν σε υπηρεσία όταν ο Borstli φέρεται να εξαφανίστηκε και όταν ο Pieterlen δραπέτευσε από το άσυλο. Κατά την πορεία της έρευνάς του ανακαλύπτει το πτώμα του διευθυντή του ασύλου στο λεβητοστάσιο. Ενώ ο προϊστάμενός του και ο ψυχίατρος υποστηρίζουν ότι η δολοφονία διαπράχθηκε από τον μανιακό Pieterlen πριν από τη φυγή του από τη σκηνή του εγκλήματος, ο Studer σκέφτεται διαφορετικά.

Καθώς ο Studer ξεκινά τις έρευνές του, συνειδητοποιεί ότι χάνει σιγά σιγά τον στόχο του. Αρχίζει να ενδιαφέρεται περισσότερο για τους τροφίμους και για ό,τι έχει οδηγήσει τον καθένα ξεχωριστά στο να φυλακιστεί στο άσυλο. Συνεπώς, το βιβλίο ξεφεύγει από το πρότυπο του συμβατικού αστυνομικού μυθιστορήματος που εστιάζει στο ποιος είναι ο δολοφόνος και στις διαδικασίες εύρεσης και εντοπισμού του. Δίνει έμφαση κυρίως στη φύση της παράνοιας και στο πώς και γιατί η κοινωνία αποφασίζει ότι μερικοί άνθρωποι πρέπει να βρίσκονται έγκλειστοι σε ψυχιατρικά άσυλα. Οι αναγνώστες γίνονται αποδέκτες μιας ενδιαφέρουσας αστυνομικής ιστορίας, αλλά και έρχονται σε γνωριμία με τα ενδότερα μιας ψυχιατρικής κλινικής από έναν μυημένο, καθώς ο συγγραφέας υπήρξε τρόφιμος σε ψυχιατρικές κλινικές.

Σύμφωνα με την εργοβιογραφία του (σελ. 417), ο Glauser στα αστυνομικά του μυθιστορήματα δεν θέτει ως αυτοσκοπό τη δράση, καθώς επιθυμεί περισσότερο να ασκήσει κριτική στην κοινωνία: «Ακόμα και όταν η ζωή μου έπαιρνε τον κατήφορο, ένιωθα σαν να είχα να πω κάτι το οποίο, εκτός από μένα, κανείς δεν θα ήταν σε θέση να αρθρώσει με τον ίδιο τρόπο». Με σκωπτική διάθεση και καυστική γραφή μεταφέρει την ατμόσφαιρα μιας εποχής όπου ο κλάδος της ψυχιατρικής βρισκόταν ακόμη σε πειραματικό στάδιο και που όπως αναφέρει ο μεταφραστής Γιάννης Καλλιφατίδης στο επίμετρο: «η παραφροσύνη, που έρχεται στην επιφάνεια κατά τις περιηγήσεις του Στούντερ στους θαλάμους των τροφίμων, αποτελεί την κορυφή του παγόβουνου μιας αλλόφρονης κοινωνίας που κατασπαράζει τα παιδιά της χωρίς να αντιλαμβάνεται ότι οδεύει και η ίδια προς τον όλεθρο» (σελ.401).

Επίσης, στο επίμετρο ο μεταφραστής αναφέρει πως ο Glauser εκμυστηρεύεται ότι γράφει «ένα αστυνομικό μυθιστόρημα με όλους τους κανόνες που διακρίνουν –όπως ελπίζω– μια καλή αστυνομική ιστορία. Ωστόσο, δεν βλέπω άλλη λύση παρά να κάνω τους αναγνώστες να καταπιούν όσα δεν είναι εύκολο να καταπιούν χωρίς σάλιο» (σελ. 401). Τέλος, είναι αναγκαίο να γίνει αναφορά στην αξιόλογη μετάφραση του Γιάννη Καλλιφατίδη, ο οποίος από το ακαδημαϊκό έτος 2012-2013 διευθύνει το Τμήμα Λογοτεχνικής Μετάφρασης του Ινστιτούτου Γκαίτε Αθηνών, όπου και διδάσκει.