«Στη μνήμη των γονιών και των προγόνων μου» το αφιερώνει ο συγγραφέας. Και λες και «Όλα (να) είχαν ξεκλειδώσει μέσα του», ξαναπιάνει το αφηγηματικό νήμα από τον καπετάν Νικόλα ξανά και τη «Φανερωμένη». Επιχειρώντας να επιστρέψει πίσω στις ζωές και στον αιώνα, στην ιστορία και στην αφήγηση, αναζητώντας τις ρίζες του καλού και του κακού. Αναζητώντας, σαν μάστορας καλός, πρώτα τα θεμέλια.

Στο πρώτο βιβλίο της τριλογίας «Τα χρόνια της ομίχλης», στην «Ιάσμη», ξαναζωντάνεψε τη Χίο στη μεγάλη καταστροφή του 1822. Έκτισε μια τοιχογραφία εποχής και αφηγήθηκε τις περιπέτειες μιας οικογένειας. Της οικογένειας του Ισίδωρου που σκορπά και χάνεται, μετά την ολοκληρωτική καταστροφή του νησιού, στη Σύρο, όπου επιβιώνουν χάρη σε μια καθολική καλόγρια. Μας αφηγείται μια ιστορία αγάπης, του Νικόλα, ανιψιού του Ισίδωρου, με την Ιάσμη, γυναίκα αλλόκοτη, σχεδόν ξωτικό, στο κυκλαδίτικο νησί και ταξιδεύει τους αναγνώστες στο πρώτο μισό του ταραγμένου 19ου αιώνα.

Στο δεύτερο βιβλίο, ο συγγραφέας γυρίζει τον χρόνο ανάποδα, σαν πουλόβερ. Αναζητώντας ριζώματα και ξεριζωμούς, κατασκευάζοντας μοιραίες συγγένειες και τεχνάσματα του πεπρωμένου. Το αφηγηματικό νήμα ξεκινά τον Γενάρη του 1876 στο Κορδελιό, όπου στήνεται μια ολόκληρη, μικρή, αλλά με στέρεες βάσεις και παρελθόν, τοπική κοινωνία: ο Σουλεϊμάν και η Φατιμά, ο Χακάν απ’ την Πέργαμο και η Ακτσού από τη Χίο, νιόπαντροι με τις ευλογίες του θείου του Νικόλα και του καπετάν Σίδερου που κατ’ αρχάς τους πήγε στη Σμύρνη με τη «Φανερωμένη». Το πανδοχείο που χτίσανε κι ο πρώτος ξένος στο Κορδελιό, ένας παράξενος και αλλόκοτος, σιωπηλός και μελαγχολικός ξένος.

Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου και στο έκτο κεφάλαιο, εμφανίζονται στο αφηγηματικό προσκήνιο  ο Ζοζέφ και η Πηνελόπη, ο γιος τους Στέφανος και η οικογένεια του ζωγράφου Πάολο. Με ρίζες από τη Βενετιά και κληρονομικό ζωγραφικό ταλέντο, θα σμίξουν στη Σμύρνη με το γυαλάδικο του Ζοζέφ και τα αριστουργήματα που έρχονται από το νησάκι Μουράνο. Άνοιξη του 1799 και μετά…

Η Μεγάλη Πανούκλα που ξεσπά και στη Σμύρνη και η αναγκαστική αυτοεξορία τους στη Σύρο. Η Αντζελίνα, αδελφή του Πάολο που αρνείται να τους ακολουθήσει στην επιστροφή και η ζωή της πια στο καθολικό μοναστήρι. Η επιστροφή στη Σμύρνη και ο έρωτας του Πάολο με την αινιγματική, βουβή Χατισέ, η ζωή με τη Χατισέ και η ζωή γύρω από τη Χατισέ. Η πανούκλα που επανέρχεται, η οικογένεια του Στέφανου και ο θάνατος του Πάολο. Ο γιος του Στέφανου ο Λιωνής και ένας κόσμος που πηγαινοέρχεται, φεύγει αναγκαστικά, επιστρέφει ή ταξιδεύει γι’ αλλού, χτίζει εστίες με τρόπο αριστουργηματικό –ας μην ξεχνάμε, αρχιτέκτων ο συγγραφεύς– ερωτεύεται, κάνει τέχνη, ζει όπως μπορεί, αγωνίζεται και πεθαίνει.

Και στα επτά μέρη και στα σαράντα κεφάλαια του βιβλίου, οι ιστορίες των βασικών ηρώων, Πάολο, Χατισέ, Στέφανου, Λιωνή, Χακάν, Ακτσού και Αντζελίνα, εκτυλίσσονται παράλληλα, σμίγουν, αλληλοεπηρεάζονται και χωρίζουν. Ξανασμίγουν με τον καπετάν Νικόλα και τον Κωνσταντή, με τη Ροδόκλεια, τη Ρόδα και την Ιάσμη και τον μικρό Ισίδωρο.

Η ιστορία χτίζεται χρονικά και γραμμικά και α-γραμμικά και οι χρονικές επιστροφές ξαναζωντανεύουν τις ρίζες, το παρελθόν, επιτυγχάνουν να κάνουν ξανακερδισμένο τον χαμένο τους χρόνο.

Η αφηγηματική αλυσίδα εκτυλίσσεται με αφηγηματική οξυδέρκεια: τα πρόσωπα των ηρώων αποκαλύπτονται σε όλο το μεγαλείο τους μόλις στο τέλος. Σε ένα φινάλε ανατρεπτικό που αποκαλύπτει το πόσο γερά δομημένη είναι η ανθρώπινη αλυσίδα. Η Ιστορία, οι συγκυρίες, η συγγένεια, οι ρίζες και τα πάθη των ανθρώπων της εποχής, η επανάσταση του 1821 και οι επιπτώσεις, οι μεγάλες καταστροφές και η μεγάλη φωτιά στη Χίο, η πανούκλα στη Σμύρνη, οι ρίζες στη Βενετιά, αναδεικνύονται με εξαιρετικό τρόπο μέσα από τις ανθρώπινες ιστορίες.

Μια οικογενειακή σάγκα που συνεχίζεται και, γυρίζοντας πίσω στο παρελθόν, με αντικαρκινικό τρόπο και σε μια ανάστροφη κίνηση, κατορθώνει  από τη Χατισέ, το δεύτερο βιβλίο της τριλογίας, να γεννήσει, πάντα «Στα χρόνια της ομίχλης», το πρώτο βιβλίο και την Ιάσμη.

Δηλαδή, το μεγάλο ατού κατ’ εμέ είναι η δομή αυτού του δεύτερου βιβλίου που συμπεριλαμβάνει ένα ολόκληρο αφηγηματικό σύμπαν. Όπου μέσα του χωρούν τα πάντα: Οι αινιγματικές Χατισέ και Ιάσμη, ο μεγάλος έρωτας του Πάολο αλλά και του Ισίδωρου, η συγκλονιστική γέννα της Ροδόκλειας, το σκοτεινό παρελθόν ενός πορτρέτου που ποτέ δεν ολοκληρώθηκε κι εκείνου του ξένου. Η Βενετία και τα υπέροχα κρύσταλλά της, η Σμύρνη και η Σύρος, ο μαχαλάς, η τέχνη που είναι παντού, γιατί, όπως θα πει ο νονός στον Πάολο, «Μην ψάχνεις για το τι θα ζωγραφίσεις, όλα είναι μπροστά σου και έχεις το ταλέντο να τα κάνεις Τέχνη»… «Μην περιμένεις την Τέχνη να σε βρει, η Τέχνη δεν υπάρχει! Τέχνη είναι η ματιά σου…», η αλήθεια και η φήμη, αλλά πάνω από όλα η ίδια η Χατιμέ σαν ηρωίδα και έργο τέχνης, «Η Χατισέ στο πάτωμα… Η Χατισέ στον καναπέ… Η Χατισέ όρθια… Η Χατισέ καθισμένη…». Η ζωή που συνεχίζεται παρά τα τραγικά ιστορικά γυρίσματά της. Ακόμα, και ένας φόνος και ένα μυστικό που διαλύει σχεδόν την όποια μυθιστορηματική ή ιστορική ομίχλη.