«… Εκεί μπροστά, στα καφενεία του λιμανιού δινόταν το τελευταίο αντίο. Εκεί εκτυλίσσονταν οι σκηνές του αποχωρισμού, ακούγονταν τα τελευταία λόγια, χύνονταν τα τελευταία δάκρυα, δίνονταν οι τελευταίες υποσχέσεις: “Δεν σας ξέχασα, θα σας γράφω”. Άλλοι ξενιτεύονταν μόνοι τους, με τους δικούς τους να μην το κουνάνε απ’ την προκυμαία με τα μαντίλια στα χέρια μέχρι να βγει το καΐκι απ’ το λιμάνι, να φύγει από το βλέμμα τους. Κι ήτανε κι άλλοι που έφευγαν όλοι μαζί. Σταματούσαν τα κάρα έξω απ’ τα καΐκια, ολόκληρες οικογένειες κατέβαιναν, τους κοίταζαν αυτοί που μέναν πίσω κι έλεγαν από μέσα τους: Χριστέ μου, πού πάνε τώρα όλοι αυτοί οι άνθρωποι;»
Ιστορικό μυθιστόρημα, οικογενειακή σάγκα, το πρώτο βιβλίο του αρχιτέκτονα Νίκου Γούλια επανεξετάζει την πολύπαθη Ιστορία της χώρας και των ιστοριών του ανθρώπου σχεδόν από τη δημιουργία του ελληνικού κράτους, χρησιμοποιώντας ως επίκεντρο και καθόλου τυχαία τη Χίο, ένα νησί.
«Παλιοί καπεταναίοι απ’ τα διπλανά τραπέζια έλεγαν πως τέτοια ομίχλη, να μη βλέπεις ούτε τη μύτη σου, είχε να πέσει στη Χίο είκοσι πέντε χρόνια, από το ‘20, πριν από την επανάσταση».
Με την Ομίχλη σχεδόν μεταφυσικά στα δύσκολα, σε όλες τις μεγάλες καταστροφές, στα μοιραία γυρίσματα να πρωτοστατεί, ο Νίκος Γούλιας μας μεταφέρει κυριολεκτικά, σχεδόν κεντά τις λεπτομέρειες, στη Χίο το 1822. Με την οικογένεια του Ισίδωρου να σκορπά και να χάνεται εν μιά νυκτί –εκεί όπου φαίνονταν να τους χαμογελούν όλα, η καθημερινότητα, τα μαστιχόδεντρα, η περιουσία τους και η βολή–, τους Τούρκους να κατασφάζουν το νησί και τον Ισίδωρο παιδάκι με τις δυο αδελφές του να διασώζεται μυθιστορηματικά στη Σύρο από τον Ψαριανό και από μια καθολική καλόγρια.
Θα επιστρέψουν πίσω σε μια σχεδόν έρημη γη. Για να ξαναπιάσουν τη ζωή και τα όνειρά τους απ’ την αρχή. Ο Ισίδωρος θα ξαναβγεί στις θάλασσες με τη Φανερωμένη, τα κορίτσια θα παντρευτούν και θα γεννήσουν παιδιά και το αφηγηματικό νήμα θα περάσει από τον καπετάν Ισίδωρο στον ανεψιό του Νικόλα. Ο Νικόλας τού μοιάζει και ονειρεύεται ανοιχτές θάλασσες, ο Νικόλας τολμά, ερωτεύεται την Ιάσμη, οραματίζεται τη Μυροβόλο, παίζει και χάνει, σχεδόν τα πάντα. Την Ιάσμη στη γέννα κατ’ αρχάς. Τον εαυτό του μετά που τον ξαναβρίσκει σ’ ένα καράβι, η Μυροβόλος γίνεται όλη του η ζωή. Και το βαρκάκι Ιάσμη, το πέρασμά του απέναντι, περαματάρης μαζί και ταξιδιώτης την ίδια στιγμή.
Στο μεταξύ, τα μεγάλα γυρίσματα της ζωής. Και κάποιοι από τους σημαντικότερους ιστορικούς σταθμούς της νεότερης Ελλάδας σε εξαιρετικά ατμοσφαιρική μυθοπλαστική αφήγηση. Η άφιξη των προσφύγων από Χίο και Ψαρά στη Σύρο μετά την καταστροφή του 1822. Η καθολική Άνω Σύρα όταν δεν υπήρχε ακόμη Ερμούπολη. Η κοινωνία της Χίου στα μέσα του 19ου αιώνα και η σχέση της με τη Σμύρνη και τη Σύρο μέσα από τα εμπορικά φορτία. Ο παγετός του 1850 που καταστρέφει και κατακαίει τη χιώτικη παραγωγή. Η εισαγωγή του μανταρινιού στο νησί. Η εσωτερική αρχιτεκτονική των σπιτιών. Το αστικό θαύμα της νέας πόλης της Σύρου, της ευρωπαϊκής Ερμούπολης, με τους φραγκοφορεμένους κατοίκους και τα τυπογραφεία. Οι αντιλήψεις για την ιατρική περίθαλψη, τη γαστρονομία, τις ερωτικές σχέσεις, τους χρόνους μεταφοράς και επικοινωνίας. Ο σεισμός της Χίου το 1881, η είσοδος της ατμοπλοΐας στο εμπόριο και στις μεταφορές, η συμβίωση με τους Τούρκους και η μετέπειτα υποχρεωτική έξοδός τους από τη Χίο μετά την ένωση του νησιού με την Ελλάδα.
Με αφήγηση τριτοπρόσωπη και πρωτοπρόσωπη, εμπλουτισμένη με τα μελωδικά χιώτικα της εποχής:
«Εν έπινες μέχρι σήμερις, θε να πεις! Από δω και μπρος θα πίνεις, αλλιώς η ώρα εν περνά κι όλο θα χασμουριέσαι. Το λοιπό, Δημήτρό, φέρε μας τρεις βαρύγλυκους, φέρε και μερικά λουκούμια».
Με τα προσωπικά διλήμματα, τους διαφορετικούς χαρακτήρες, τα όνειρα και τα πάθη τους, με τις φιλοδοξίες και τις απογοητεύσεις τους, με τα ήθη και έθιμά τους, με τις υποχρεώσεις και τις κρυφές λαχτάρες τους, με τα ορατά και αόρατα της δικής τους ζωής και γενικά της ζωής:
«Οι πρώτες θαυματουργές ακτίνες τρύπωναν παντού ζεστές και καταυγάζουσες σαν το αναστάσιμο φως, επαναφέροντας στον κόσμο του ορατού το αόρατο τοπίο που άρχισε σιγά σιγά να επανέρχεται από την πρόσκαιρη οπτική του μεταφορά στο χώρο μιας αμφίβολης ανυπαρξίας. Εκεί μπροστά στα μάτια τους αναγεννιόταν ακόμα πιο επιθυμητό και ποθητό σε όσους, έστω και για τόσο λίγο, το είχαν εκτοπισμένο. Όρθιοι πια οι πιο παλιοί σαν μαγεμένοι θεατές, στέκονταν και κοιτούσαν σιγά σιγά να αποκαλύπτονται αχνά στην αρχή, μα βέβαια και πειστικά, τα πρώτα, τα πιο κοντινά πλάνα. Περνούσε η ώρα κι ανασηκώνονταν τα σκηνικά το ένα μετά το άλλο, λες κι ήταν κρεμασμένα από τα αόρατα σταγγόνια του ουρανού, μέχρι που η σκηνή ολόκληρη μπροστά τους καθαρή ήταν πια, γεμισμένη με όσα επιμελώς ο Πλάστης είχε κατά νου και που δεν ήταν άλλα από τα γνωστά σ’ αυτούς και οικεία σκηνικά που ο καθένας τους μέσα σ’ αυτά, θεατής μαζί και πρωταγωνιστής, έπαιζε και τον δικό του ρόλο για όσες παραστάσεις ήταν γραφτό να καίει το καντήλι του».
Με το καντηλάκι του καθενός ν’ ανάβει, να καίγεται και να σώνεται κάποια στιγμή. Με τη ζωή και τον θάνατο, με τη θάλασσα και τον έρωτα, με την οικογένεια και το υπαρξιακό αίνιγμα να βαδίζουν άλλοτε αρμονικά κι άλλοτε σε κόντρα, πάντα μαζί.
Στα μεγάλα ατού του βιβλίου, η ιστορική έρευνα, η ατμόσφαιρα, οι καλοδουλεμένοι χαρακτήρες, η σπαρταριστή γλώσσα και φυσικά η αρχιτεκτονική δομή.
Η ταυτόχρονη σύνθεση και ανάλυση και η προσπάθεια να καταλάβει κανείς μέσα από το ιστορικό συμβάν τους αρμούς της ζωής. Ξαναδιαβάζοντας την Ιστορία και αναπλάθοντας το ήδη τετελεσμένο αποδεικνύεται ότι είναι η καλύτερη αυτογνωσία, μια εξαιρετική, τελικά, σπουδή ζωής.
Μιλώντας για τα «Χρόνια της Ομίχλης» όσον αφορά την Ιστορία και τ’ ανθρώπινα, ο Νίκος Γούλιας το κάνει με έναν τρόπο κρυστάλλινο σχεδόν. Το αποτέλεσμα, μια ιστορική, οικογενειακή σάγκα που υπενθυμίζοντάς μας την καταγωγή, μας αποκαλύπτει το μέλλον. Την αντοχή μας στα δύσκολα, την εφευρετικότητά μας σε ό,τι καινούργιο, την επίγνωση πως έτσι τελικά βαδίζει η ζωή, μέσα από τις ομίχλες και από την κάθε αρχή που ακολουθεί σχεδόν νομοτελειακά την όποια καταστροφή.
Βιβλίο πρώτο, διαβάζουμε. Σταματά και ποτέ η ζωή; Και η ζωή και η τέχνη, λογοτεχνία εν προκειμένω, βαδίζουν πάντα μαζί.